Ένα ποτάμι τρέχει στην άκρη της πόλης, τα νερά του
μουρμουρίζουν ευχάριστα στη νυχτερινή σιγαλιά. Τα δέντρα στις όχθες του χρυσίζουν απ' το φως του φεγγαριού. Μοιάζουν τ' άστρα κρεμασμένα λυχνάρια απ' τον σκοτεινό ουρανό. Οι μυρωδιές της νυχτερινής δροσιάς γεμίζουν τον αέρα, ρουφάω βαθιά μου την εικόνα, την γεύομαι, την αγγίζω. Αχ και να ήταν όλες οι νύχτες της ζωής μου τόσο μαγικές!
Σ' ένα φρεσκοβαμμένο παγκάκι στο χρώμα του ξύλου κάθονται τα ξεραμένα φύλλα του γερασμένου πλατάνου, τα παραμερίζω για μια θέση δίπλα στα νερά. Κάποια κλαράκια σπάνε, πετούν σπινθήρες στον ήχο τους και σβήνουν στην υγρασία. Λύνω τα μαλλιά μου και με την κορδέλα τους δένω κάποια λεπτούτσικα σαν τα δάχτυλά των χεριών μου. Τα μυρίζω, ανασαίνουν ακόμη το ποτάμι. Θυμούμαι στα μικρά μου που το 'σκαγα μες στην νύχτα απ' το παραθύρι της κάμαρής μου για να έλθω 'δώ, στο ίδιο ποτάμι του Ξηριά, στον ίδιο δρόμο που κάποτε ήταν γεμάτος με χαλίκια. Μάζευα ανάσες, μάζευα κλωστές ονείρων για να δέσω τα περιτυλίγματα μικρών δώρων. Η πιλάλα των παιδικών μου εικόνων καλπάζει δίπλα στα τρεχούμενα ρυάκια του βουνού. Βλέπω τα χρυσά μου παπούτσια, περπατούν ανάμεσα στα κλαριά και τα φύλλα.
Σε κάθε γιορτή και σχόλη, σε κάθε γάμο και βάφτιση ήμουν πάντα πρώτη στην ουρά. Φορώντας το καλό μου κίτρινο φόρεμα και τα χρυσά μου παπούτσια, να δώσω την ευχή μου κι ένα πανέμορφο μικρό κουτί. Περιτυλιγμένο με τούλι απ' άλλους γάμους και δεμένο με ξύλινες κλωστές. Άγνωστη και απροσκάλεστη. Καθώς ξεμάκραινα, άκουγα επιφωνήματα θαυμασμού κι όλο καμάρι για τα δώρα μου σφύριζα χαρούμενους σκοπούς. Η μητέρα με καλοδέχονταν στο κατώφλι, μα στο πρόσωπό της έβλεπα την θλίψη, στα μάτια της τρεμόφεγγε η φλόγα ενός καντηλιού. Την φιλούσα τρυφερά στο μάγουλο. ''Κάποτε, θα νιώθεις περήφανη για μένα'', σκεφτόμουν.
Κι ύστερα έτρεχα κρυφά στη κάμαρή της και μετρούσα τα χρυσαφικά που μας απέμειναν. Τρεις μαντόνες, τέσσερα σταυρουδάκια, πέντε λίρες, τρία ολόχρυσα δαχτυλίδια, δυο κολιέ... Ναι, μου έφταναν, κι αγχωμένη γύριζα τα γκρίζα φύλλα της εφημερίδας του πατέρα, να φτάσω στις ανακοινώσεις. Τέσσερις γάμοι, δυο βαφτίσεις.. Αξιολογούσα τον χρυσό και ξάπλωνα ικανοποιημένη στο κρεβάτι μου ζωγραφίζοντας χαμόγελα κι ευτυχίες στα καινούρια πρόσωπα που θα συναντούσα. Όταν μούχρωνε ο ουρανός γυρνούσα στο ποτάμι, μην ξεμείνω από κλωστές, στολίζοντας τα μαλλιά και γεμίζοντας την θήκη της ποδιάς μου με την γλυκιά μελαγχολία των δέντρων.
Το μεγαλύτερο όμως επιφώνημα που άκουσα στην ζωή μου ήταν αυτό της μητέρας, σαν ανακάλυψε άδειο το συρτάρι της απ' τα
κοσμήματα. Θυμούμαι τότε πως μεγάλωσα απότομα που είδα την μάνα μου να κλαίει. ''Ουφ... τι άδικη που είναι η ζωή'', σκέφτομαι ακόμη και σήμερα. ''Να μην μπορείς να μοιραστείς φύλλα , ξυλαράκια, άστρα και τ' αγλαό αυτό φεγγάρι. Πώς κυλούν γαλήνια στ' όμορφο ποτάμι.'' Αχ, μόνο για μια στιγμή να ξαναφορούσα τα χρυσά μου παπούτσια, γιομίζοντας σε μικρά κουτιά τα χρυσά λυχνάρια τ' ουρανού, δένοντας τα σφιχτά με τούτα τα κλαράκια..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου