Πάνω στο φτερό του καρχαρία
δύο στραβοκάβουρες πιαστήκανε στα χέρια
Ανάψανε τα αίματα, μέσα στην τρικυμία
παλεύουν δίχως αύριο τραβήξανε μαχαίρια.
Χτες τά 'πειναν σαν φίλοι στο λιμάνι
κανείς δεν ξέρει τί έφταιξε στ' αλήθεια
Κάποιος τους είδε που φουμάρανε λιβάνι
κάποιος λέει πως του γύρεψαν βοήθεια.
Τους είδε ο καπετάνιος απ'την πλώρη
αγάντα κάνει,τους παίρνει στο καράβι
Βάζει τον έναν να κρατάει το τιμόνι
τον άλλον στέλνει με τους ναύτες να καλμάρει.
Δώστε τα χέρια, ειδάλλως σας σκοτώνω
τους λέει,και το μάτι του γυαλίζει
Χρόνια και χρόνια τη θάλασσα οργώνω
η γη δεν σταματάει ποτέ της να γυρίζει.
Πιάνει το γιουκαλίλι και το δίνει στον λοστρόμο
παίξε του λέει, εκείνο που με κάνει να μερεύω
Κουράστηκα όλους τους τρελούς να συναντώ στο δρόμο
ανάπαψη στα πέλαγα πριν να χαθώ γυρεύω.
Στην αμμουδιά μια καβουρίνα σιγοκλαίει,
ένα καπρίτσιο κι ένα πείσμα της πληρώνει.
Δύο μάγκες κάβουρες για χάρη της ως λέει,
Χαθήκανε στη θάλασσα,αφήνοντάς την μόνη.
Ένας γέρος ναυτικός με κίτρινα τα γένια,
στο καπηλειό μοιράζεται τούτη την ιστορία.
Πίνουν, μεθούν και λύνονται οι άλλοι απ'τα γέλια,
όλοι θαρρούν πως του' στριψε η βίδα απ'την ανία.
Μα όταν σπίτι του γυρνά και ξαποσταίνει μόνος,
το γιουκαλίλι του κοιτά κι ο άχρονος ο χρόνος,
σ' ένα καράβι τον γυρνά που ένας μικρός λοστρόμος
Κτενά Ρούλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου