Λες κι έχει η πέτρα σου Φτερά... Πέτρος Τσερκέζης.

Στην αγαπημένη μου κωμόπολη, στην Πολύτσανη Πωγωνίου
Το αηδόνι που με ξυπνούσε ήταν από φως, ολοφώτεινο με τρίλιες και μαγικά λαλήματα μέσα στις φυλλωσιές. Το τραγούδι των αντρών με ταξίδευε με τα μεγάλα καραβάνια στην Πόλη, στην Ευρώπη και πέρα από τον ωκεανό στην Νέα Ήπειρο. Και ξανά γύριζα εδώ λες και με κρατούσε δεμένο το νήμα της Αριάδνης. Λες και δεν έκοψα ποτέ τον ομφάλιο λόρο. Το λιοπερίχυτο βουνό ήταν από βράχο, όνειρο και καταιγίδα. Ψηλό, ψηλό και αγέρωχο να σηκώνει τους ώμους να κρατήσει τον ουρανό. «Είναι κλειστός ο τόπος μας όλο βουνά, που ‘χει σκεπή το γαλανό ουρανό μέρα και νύχτα». Τι παράξενη σύμπτωση, πόσο καλά το γνώριζε αυτό τον τόπο ο ποιητής λες και είχε γεννηθεί εδώ, λες και τον είχε θηλάσει αυτό το φως. Όλη η φωταψία πλημμύριζε στο παράθυρό μου.
Πώς στέκεσαι καμαρωτά, πάνω στο βράχο αράζεις,
Λες κι έχει η πέτρα σου φτερά, έτοιμη να πετάξεις.
Φυσά τ’ αγέρι του βουνού, παλικαρίσιο αγέρι
Ανοίγει δρόμους η αγάπη, κοντά σου να με φέρει.
«Πάντα εδώ, όταν περνάς το Βράχο του Χελιδονιού, σε πιάνει μια ανατριχίλα», λέει ο συνταξιδιώτης μου «και τα χείλη σου αυθόρμητα μουρμουρίζουν προσευχές λες και βρίσκεσαι στον πιο παράξενο ιερό ναό. Από την προσευχή ξαφνικά τα χείλη σου μπαίνουν στο τραγούδι και η λαλιά σου αχεί, καημούς βουνών έχουν τα σπλάχνα σου και θέλουν να ξεσκάσουν. Και μόλις δρασκελίσεις το κατώφλι του τραγουδιού θα κατρακυλήσεις σε γκρεμούς λυγμών».
Το μονοπάτι της παλικαριάς είναι χαραγμένο από αστροπελέκια, είναι φαρδύ και φαίνεται, είναι κορυφή φωτοστεφανωμένη και σε κράζει. Το μονοπάτι της μπαμπεσιάς είναι στενό, είναι φιδωτό και χάνεται στις δύσβατες χαράδρες και στα ρουμάνια. Το σκεπάρνι των ανέμων και οι καταιγίδες γδέρνουν, διαβρώνουν, ρυτιδώνουν τον άγριο βράχο και το βουνό μουγκρίζει σαν κοπάδι βουβαλιών και η μπαμπεσιά γδέρνει, διαβρώνει την ψυχή μου, ξερίζωσε μανιασμένα το βράχο, τον κατρακύλησε πάνω στην κεφαλή σου, διάβρωσε την μεγάλη σου ψυχή ξακουσμένη μου πολίχνη. Έχω δει την καταιγίδα να βουλιάζει την ομορφιά σου, έχω δει την άνοιξη να βγαίνει από τα σπλάχνα σου, έχω δει τους εχθρούς του ανθρώπου να σε σαβανώνουν κι εσύ να ανασταίνεσαι σαν δια μαγείας και να βγαίνεις ολοζώντανη στα πανηγύρια σου, στα χοροστάσια του ήλιου. Εδώ τα βουνά αρπάζονται ώμο με ώμο το ένα με το άλλο λες και θα σμίξουν σε χορό λες και θα συγκρουστούν σε πεδία μαχών.
Εκεί έξω οι άντρες τραγουδούν. Εκεί πάνω το μεγάλο βουνό η αγέρωχη Νεμέρτσκα στέλνει κεραυνοβολήματα λες και θέλει να ξυπνήσει την αιωνιότητα, να στείλει μηνύματα ιστορίας στους νέους καιρούς.
Σε βλέπουμε πάντα Πολύτσανη από κάτω, όταν ανηφορίζουμε με τον πόθο χείμαρρο να βρεθούμε στην αγκαλιά σου. Βλέπουμε τα σπίτια σου άσπρα γαρίφαλα, εκεί που μας φίλησε τα μάτια ο πρώτος ήλιος. Εκεί που είναι πάντα τα μάτια της ψυχής μας. Σ’ έχομε αντικρίσει και από τα ψηλώματα. Εγώ, ωστόσο, σε αντικρίζω από παντού, η αγάπη έχει πολλά μάτια. Σε βλέπω και από την ιερά φηγό, την προφητική δρυς της Δωδώνης, που παρελαύνουν στα ρουμάνια σου και από το κάστρο της Κερύνειας και με τα θαμπωμένα μάτια της θάλασσας της Αμμόχωστος και πέρα από της πράσινες πεδιάδες του Γουώλτ Γουίτμαν, και από τα ψηλά κατάρτια του Ειρηνικού. Σε βλέπω από τις λαμπερές κορυφές κάθε εποχής, από τα σκληρά μονοπάτια κάθε δυστυχίας. Σε αντικρίζω από της βουνοκορφές της μνήμης. Μπαίνω στο πνεύμα και στις θυσίες σου, έχω πάνω μου κομμάτια από τις αλυσίδες της σκλαβιάς σου, ανεβαίνω στο ζενίθ της δόξας με της ελεύθερες ψυχές, σέρνομαι στην κόλαση με τους βασανισμένους και περιπλανήθηκα άπειρες φορές στα σκοτάδια του Άδη. Τα ψυχόρμητά σου ήταν η αναπνοή μου. Οι καιροί σε μακέλεψαν με μίσος και με λύσσα. Έμεινε η σάρκα μας στα δόντια τους. Πώς δε σε κούρασε ο ανήφορος, με τα μάτια πέρα στον ορίζοντα να σκαρφαλώνεις στα κοφτερά βράχια, ν’ ανοίξεις μονοπάτια για να κατακτήσεις τις κορυφές.
Μέσα σε τέσσερα βουνά μια χούφτα τόπος και το μονοπάτι του μισεμού σαν κομμένο από σπαθί κεραυνού πάνω στο βράχο. «Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο…». Έπαιρναν αυτό το μονοπάτι τα παιδιά σου να βγουν στη μεγάλη στράτα της ζωής και χάνονταν στη βαβούρα του κόσμου. Αλλά δεν σε ξέχασαν ποτέ, έρχονταν κοντά σου ψυχή τε και σώματι. Έρχονταν στα πανηγύρια σου, να βρουν το ταίρι του και να μπαρκάρον ξανά. Γι’ αυτό έριχνε ανάστημα και φούντωνε το γενεαλογικό σου δέντρο. Σε είπαν νύφη του Πωγωνίου, σε είπα αετοφωλιά, σε είπαν προμαχώνα. Εγώ θα σε πω απλώς μάνα, μάνα λεβεντογέννα, που στρώνεις το τραπέζι με μια ευχή και περιμένεις τον γυρισμό των παιδιών σου.
Σ’ έκαψαν, σε βομβάρδισαν, σε ρημάξανε, σ’ έκλεισαν στα μπουντρούμια, βούλιαξες στα μαύρα νερά των κατακλυσμών και στα θολά νερά της ιστορίας, σε χτύπησαν κατακέφαλα κι εσύ πάλευες με το κοντύλι και με το σπαθί σου, με την αξίνα και με το δρεπάνι, με το τραγούδι και το χορό, με την πέτρα σου τη φωτεινή, με τη σοφή βίβλο της ψυχής σου, με τους αληθινούς και κυνηγημένους άγιους. Μ’ έναν Σοφιανό που έχτισε τη προτομή του στην καρδιά του γένους αποτρέποντας τους βάρβαρους και τους αλλόθρησκους, να βρεις το σωστό δρόμο της προόδου με την ιερή βίβλο της καλοσύνης. Και τα ερείπιά σου έχουν μεγαλοπρέπεια.
Εκεί έξω τραγουδούν τ’ αηδόνια. Περάσανε μεσάνυχτα και ξανά κελαηδούν. Τ’ αηδόνια τραγουδούν και χωρίς σκηνές. Κάνουν την καρδιά πέτρα και τραγουδούν για να πνίξουν τον πόνο. Κάθε σπίτι είχε το τραγούδι του! Κάθε γειτονιά τη χορωδία της. Έτσι ανέβηκες περήφανη να τραγουδήσεις στις σκηνές του κόσμου. Ανάβοντας καντήλια άστρων μέσα στο σκοτάδι, τον λαμπρό γαλαξία της ψυχής σου.
Μάζεψα πολλά σε χρόνια και καιρούς, γέμισε το δισάκι μου αγάπες, θανάτους, πρόσωπα, ιστορίες, ταξίδια, σφυρίγματα ανέμων σαν οχιές, προτομές πληγωμένων ονείρων όλα σ’ ένα ρυθμό περήφανου Πωγωνίσιου, στοίβαξα πολλά, σαν οι καλές γιαγιάδες στα σεντούκια της μνήμης με μεράκι και σου τα φέρνω. Χάθηκαν τα λιβάδια της παιδικής ηλικίας, χάθηκαν και ξεθώριασαν πολλά μέσα στο χρόνο, ξέφτισαν τα φανταχτερά εργόχειρα των ονείρων, η αγάπη όμως δε χάνεται. Όσο ανεβαίνεις στο χρόνο τόσο πιο πολύ βαραίνει το δισάκι σου.
Πώς στέκεσαι περήφανα, πάνω στο βράχο αράζεις,
Λες κι έχει η πέτρα σου φτερά, στο μέλλον να πετάξεις…
Μάνα με μάτια ουρανό με μια αγκαλιά μεγάλη
Μας ξεπροβόδισες με ευχή και με προσμένει πάλι.
ΠΕΤΡΟΣ ΤΣΕΡΚΕΖΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου