Σε αγαπώ, ονειρεμένη μου...

Το φως του ήλιου ίσα που περνούσε κάτω από την χαραμάδα. Καθιστός στο κρεββάτι την κοιτούσα που αγκάλιαζε το ξύλινο πάτωμα. Τα μάτια μου κόκκινα και ερεθισμένα από την αϋπνία. Μακάρι να ήμουν και εγώ φως, να ταξιδεύω στα πέρατα των ουρανών ελεύθερος από όλους. Ελεύθερος από εσένα. Είχες καταφέρει κάτι άπιαστο. Έχτισες μια φυλακή για την ψυχή μου και άφησες το σώμα μου έξω από αυτή. Πώς μπόρεσες να με χωρίσεις στα δυο; Με τρομερή ευκολία εισέβαλες στην ζωή μου για να διαπράξεις το έγκλημα στο όνομα του έρωτα. Ιεροτελεστικά μου πέταξες τα βιβλία από τα χέρια καθώς ανέβαινα την σκάλα και εσύ την κατέβαινες τρέχοντας. Μου ζήτησες συγγνώμη με μια αφέλεια παιδική και μου είπες πως θες να προλάβεις το λεωφορείο. Έσκυψα να πιάσω τα βιβλία, όμως τα μάτια μου ήταν στην μορφή σου που έτρεχε. Ακόμα έχω αυτή την εικόνα ζωντανή στο μυαλό μου. Παρόλο που βίαια εμφανίστηκες και χάθηκες χωρίς να σκεφτείς εμένα που με άφησες πίσω σου νεκρό. Σε αναζητούσα για μήνες, έγραψα για σένα δεκάδες διηγήματα. Σε άλλα σε καταριόμουν και σε άλλα σε εξύψωνα σαν να ήσουν ο Χριστός. Τα έσκιζα κλαίγοντας και φωνάζοντας ότι σε θέλω, ότι σε έχω ανάγκη. Έπλαθα λάγνες εικόνες με εμάς στην παραλία, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι όπου κανείς δεν μπορούσε να μας δει παρά μόνο η θάλασσα. Τα κύματα έρχονταν ως τα πόδια μας γλείφοντας νωχελικά την άμμο. Παράδεισος ήταν η ένωσή μας, ουσίες τα κορμιά μας που προκαλούσαν εκρήξεις. Άγγελοι και δαιμόνια μας είχαν περικυκλώσει για μια μάχη σώμα με σώμα. Νικητής; Ο έρωτας. Μας φαντάστηκα όμως και αλλιώς, πιο γλυκά, πιο παιδικά. Στην φύση, να έχεις ξαπλώσει στη γη και τα μαλλιά σου να έχουν μπερδευτεί στα άσπρα ανθισμένα χαμομήλια. Να με κοιτάς και να χαμογελάς, να είμαι όλος σου ο κόσμος και εγώ να σε βιντεοσκοπώ με την κάμερα. Να σου λέω αστεία για να γελάς και να καταγράφω την χροιά της φωνής σου. Πόση ομορφιά μπορεί να υπάρξει; Μα ποιον κορόιδευα με όλες αυτές τις φαντασιώσεις, αφού εσύ είχες χαθεί μια για πάντα! Το φως του ηλίου μού θύμιζε πως έπρεπε να πάψω να ζω μέσα από τα όνειρά μου, αλλά δεν μπορεί να ζήσει ένας νεκρός. Ένα χρόνο μετά την πρώτη μας συνάντηση, έμαθα πως θα ήταν και η μοναδική. Πέθανες ακαριαία όταν ένας οδηγός που πέρασε με κόκκινο σε χτύπησε θανάσιμα καθώς έτρεχες για να προλάβεις το λεωφορείο. Τόσο καιρό ζούσα με την εικόνα μιας νεκρής και δεν το ήξερα. Έψαξα στο διαδίκτυο για το συμβάν, βρήκα το όνομά σου και μια φωτογραφία σου την οποία εκτύπωσα. Την είχα πάντα μαζί μου, κάθε στιγμή της ημέρας. Άρχισα να σε βλέπω παντού, σαν όραμα περνούσες από μπροστά μου. Σε έβλεπα στο απέναντι πεζοδρόμιο να με χαιρετάς και να φωνάζεις το όνομά μου. Μια μέρα, θυμάμαι, έβρεχε πολύ, είχα σταθεί στο παράθυρο και κοιτούσα τον δρόμο. Σε είδα να περπατάς κρατώντας μια κόκκινη ομπρέλα και ήμουν βέβαιος πως ήσουν όντως εσυ. Βγήκα έξω όπως ήμουν με τις πυτζάμες, κοιτούσα αριστερά και δεξιά και δεν σε έβρισκα. Άρχισα να τρέχω, η βροχή χτυπούσε δυνατά το πρόσωπο και το σώμα μου, σχεδόν με πονούσε. Δεν μπορούσα να σε βρω πουθενά, ξέσπασα σε λυγμούς και φωνές. Δυνατός πόνος με έπιασε στο στήθος και τα πλευρά με αποτέλεσμα να πέσω κάτω. Έπαθα καρδιακό επεισόδιο και νοσηλεύτηκα για δέκα μέρες. Δεν με ένοιαξε καθόλου το γεγονός, είχα τελματώσει. Υπήρχα χωρίς να ζω, χωρίς να θυμάμαι καν τι σημαίνει να νιώθεις. Έπειτα από πιέσεις φίλων πήγα σε ψυχίατρο και του είπα όλα όσα έχω περάσει, του ζήτησα να με κάνει να σε ξεχάσω, αλλά μου είπε ότι δεν γίνεται. Προσπάθησε να με εκλογικεύσει, να με ταρακουνήσει, μου έλεγε πως δεν μπορώ να είμαι τόσο παθιασμένος για μια γυναίκα που ανταλλάξαμε μόνο μια ματιά. Μου έδωσε αγωγή για κατάθλιψη και κρίσεις πανικού, αλλά ποτέ δεν την πήρα. Ξαφνικά ήξερα τι να κάνω, σαν να γύρισε ένας διακόπτης μέσα μου, σαν να είδα την νέα μου ζωή. Ζωή κοντά σου, με τις αύρες μας να μπλέκονται και να γίνονται ένα. Σκέφτηκα πολύ τον τρόπο που έπρεπε να επιλέξω, αλλά πρώτα, αγάπη μου, έπρεπε να τακτοποιήσω τις υποχρεώσεις μου. Πλήρωσα το ενοίκιό μου και ξεχρέωσα τις τέσσερις δόσεις δανείου που χρωστούσα στην τράπεζα. Δεν ήθελα κανείς ένα ενοχλήσει τους γονείς μου. Έπειτα, έγραψα ένα γράμμα στον γιο μου που ζει με την μαμά του στο εξωτερικό για να του πω πως πρέπει να παλεύει για τους στόχους του. Να του πω ακόμη, πως δεν αδιαφόρησα για εκείνον αλλά φεύγω ετσι, επειδή δεν έβρισκα άλλη λύση. Όταν μεγαλώσει θα καταλάβει καλύτερα και θα με συγχωρήσει. Τουλάχιστον έτσι εύχομαι. Στην συνέχεια, άφησα ένα φάκελο με το κλειδί του σπιτιού μου και ένα σημείωμα έξω από το μαγαζί της αδερφής μου. Φυσικά δεν με νοιάζει για το σπίτι, αλλά για τον σκύλο μου, η αδερφή μου σίγουρα θα τον φροντίσει με στοργή. Δεν ήθελα να μείνει μόνος και να πεθάνει από την πείνα και την θλίψη. Όλα είναι έτοιμα και τακτοποιημένα πια, έχω ξαπλώσει στο μνήμα σου και προσπαθώ να σε νιώσω. Εσύ με αισθάνεσαι άραγε από ‘κει μέσα; Ήρθε η στιγμή που θα συναντηθούμε και θα είμαστε μαζί για πάντα. Πήρα ένα συνδυασμό φαρμάκων που θα γίνουν η σκάλα προς τα σύννεφα. Μην κοιτάς που δακρύζω, δεν φοβάμαι, αντιθέτως χαίρομαι που λήγει έτσι η απουσία της παρουσίας σου. Σε αγαπώ, ονειρεμένη μου... Αικατερίνη Παπαϊσιδώρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου