Η Κατερίνα κρατούσε, την απόλυσή της στο χέρι...
Ένα άψυχο χαρτί, έκρυβε τόσα συναισθήματα μαζεμένα.
Πόνο, οργή, αδικία, απογοήτευση...
Το τσαλάκωνε, μέσα στη χούφτα της, όπως αυτό τσαλάκωσε
την ψυχή της, την αυτοπεποίθησή της...
Πότε πήρε δύο συγκοινωνίες και έφτασε στο σπίτι της
στο Πειραιά; Σπίτι, ένα μικρό διαμερισματάκι ήταν...
Άλλωστε, περίμενε ειδοποίηση, από τον άντρα της, όταν όλα
θα ήταν έτοιμα στο νησί του, την Μυτιλήνη, θα την καλούσε.
Είχαν πάρει απόφαση, να συνεχίσουν εκεί τη ζωή τους,
αφού στην Αθήνα, μόνο η ανεργία, κρεμόταν πάντα
σαν απειλή πάνω στα κεφάλια τους...
Ο Μάνος, είχε εκεί αρκετές ρίζες ελιές και ένα πατρικό σπίτι,
έφυγε για να το επιδιορθώσει και να δει τι θα κατάφερναν
εκεί, αν θα μπορούσαν να ριζώσουν τα όνειρα τους στο νησί
Δύο είχαν απομείνει και αρκετά μεγάλοι...
Δεν κατάφεραν να αποκτήσουν παιδιά, από αναβολή σε αναβολή
το πήγαιναν λόγω οικονομικών στενοτήτων.
Τώρα εκείνη σχεδόν στα 50 και αυτός στα 54.
Η Κατερίνα, πέταξε την απόλυση στα σκουπίδια, έμεινε για ώρες
σιωπηλή,δεν απαντούσε ούτε στο κινητό που χτυπούσε συνέχεια.
_ Τι σημασία έχει;
Δεν θέλω με κανέναν να μοιραστώ, αυτό το βάρος μέσα μου...
Δεν θέλω άλλα, λυπάμαι Κατερίνα μου, δεν θέλω να ακούσω
τίποτα. Είχε ήδη πάρει μια βαλίτσα και την γέμιζε,
ούτε που κοιτούσε τι έριχνε μέσα.
Ευτυχώς που υπάρχουν τα λίγα χρήματα της αποζημίωσης
από την απόλυση. Εισητήριο και βουρ στο πλοίο για Μυτιλήνη.
Βραδινό ταξίδι, αξημέρωτη της φαινόταν η νύχτα, δεν βόλευε
πουθενά το σώμα και τη ψυχή της. Την έτρωγε η αγωνία και το
άγχος, τι θα έλεγε στο Μάνο. Και αυτός γιατί άργησε
να την ειδοποιήσει; Την "βίλα" επιδιόρθωνε;
Μάλιστα της είχε πει, ότι βρήκε και μια δουλειά, λίγες ώρες σε
μια καλή ξενοδοχειακή μονάδα και προσπαθούσε να βάλει μια
τάξη στα λογιστικά της, αφού η επίσημη δουλειά του, αυτή ήταν.
Μια μικρή ελπίδα, για ένα ξεκίνημα, μια δουλειά και ίσως
να έβγαζαν και από τις ελιές κάτι.
_ Που ξέρεις, μπορεί κι εγώ κάτι να βρω, στην επιχείρηση
αυτή, τι στο καλό έμπειρη λογίστρια είμαι, αλλά οτιδήποτε άλλο,
δουλειά θέλω, το ταμείο ανεργίας γρήγορα τελειώνει
και σιγά τα χρήματα...
Χαμογέλασε, κάπως τα τακτοποίησε στο μυαλό της,
έβαλε μια χαραμάδα στη ψυχή της να μπαίνει η ελπίδα
και αποκοιμήθηκε έστω για μια ώρα...
Να και τα φώτα του λιμανιού, δεν είχε χαράξει ακόμα;
Τώρα την βασάνιζε πότε έχει συγκοινωνία για το χωριό
του άντρα της. Θα μπορούσε να τον πάρει στο κινητό
να έρθει με το σαραβαλάκι του να την πάρει.
7 π.μ ξεκινούσε το αστικό λεωφορείο για τον προορισμό της.
Τακτοποιήθηκε σε ένα κάθισμα, σε τρία τέταρτα θα ήταν κοντά
στο Μάνο. 25 χρόνια πρώτη φορά έμειναν τόσο μεγάλο
χρονικό διάστημα μακριά ο ένας από τον άλλον.
Κατέβηκε, από το λεωφορείο, λίγο ποδαρόδρομο και νάτη
έξω από τη πόρτα, είχε φωτίσει αρκετά, πράγματι έξω ο Μάνος
είχε κάνει αρκετή δουλειά. Χαμογέλασε.
Ενώ η καρδιά της πήγαινε να σπάσει, όχι από έρωτα,
από αγάπη ναι. Τον αγαπούσε τον άντρα της, παρά τις δύσκολες
στιγμές που πέρασαν. Έζησαν και καλές και όμορφες!
Ήδη είχε χτυπήσει 3 φορές...
_ Γιατί δεν ανοίγει; Αφού το αυτοκίνητο εδώ...
Η πόρτα άνοιξε και βρέθηκε μπροστά σε έναν Μάνο,
που λες ότι έβλεπε φάντασμα...
_ Τι θέλεις εδώ; Πώς; Γιατί; Σε ειδοποίησα;
Κίτρινος...
Η Κατερίνα σπρώχνει τη πόρτα και τον Μάνο, είχε πάρει είδηση
πίσω από τον άντρα της την γυναικεία φιγούρα...
Δεν χρειάζεται να περιγράψουμε σκηνές...
Ναι, ένα τρίτο πρόσωπο
Ευτυχώς, τα λιγοστά χρήματα, έφταναν για μια βραδιά
σε φτηνό ξενοδοχείο και εισητήριο επιστροφής.
Το εισητήριο θα το έβγαζε το πρωί. Πέταξε σε μιαν άκρη
την βαλίτσα της. Όσο φόρτιζε το κινητό της, άδειαζε το
μέσα της, ένιωθε περίεργα, πνιγόταν.
Κρέμασε την τσάντα της, βούτηξε το κινητό της, κατέβηκε
σαν τρελή σκάλες, διέσχισε δρόμους και χρόνο και βρέθηκε
σε μιαν παραλία... Έρημος, κάπου για καφέ, για λίγο νερό,
ούτε νερό δεν πρόλαβε να πιεί... Ερημιά .. Κάθησε σε μια
ξύλινη βάρκα που ήταν αναποδογυρισμένη, σαν την ζωή της...
Ξέσπασε, έβρισε, γέλασε και έκλαιγε μαζί...
Η απόγνωση κυκλοφορούσε σε όλο το "είναι" της.
Να γυρίσει πίσω να κάνει τι;
Γύρισε τη βάρκα, χωρίς κουπιά... ακυβέρνητη κι αυτή, όπως
και η λογική της...Την έσυρε μέχρι εκεί που έσκαγε το κύμα...
θα την έβαζε μέσα στη θάλασσα, θα έμπαινε και αυτή μέσα,
κάπου θα την πήγαιναν τα κύματα, αρκετά είχαν δυναμώσει,
είχε δυναμώσει και ο αέρας, ενώ αυτή είχε αδειάσει από ζωή,
από όνειρα, αδύναμη να διαχειριστεί, απόλυση, κέρατο, κοροϊδία
Και ο χωρισμός σε αυτήν την ηλικία....
Είχε αγκαλιάσει τη βάρκα, σαν σανίδα σωτηρίας. Δύο χέρια,
ένιωσε στη πλάτη, όχι να την αρπάζουν απότομα για να
μην κάνει την τρέλα, αλλά να την αγγίζουν απαλά. Πριν σπρώξει
την σαπιόβαρκα στα αφρισμένα πια κύματα, νιώθει πάλι
το απαλό άγγιγμα και κάτι σαν λυγμό...
Γυρίζει τα θολωμένα μάτια της, από τα δάκρυα, αντικρίζουν
δύο παιδικά ματάκια, κυλούσαν ποτάμια, ανείπωτου πόνου...
Αφήνει τη σανίδα σωτηρίας, ίσως τώρα βρήκε άλλη...
Αγκαλιάζει το παιδί που βρέθηκε μπροστά της
το σφίγγει στην αγκαλιά της.
_ Κοριτσάκι πως βρέθηκες εδώ;
_ Πάρε με μαζί. Στη πατρίδα μου πηγαίνεις;
Μα, έφυγε η βάρκα, τώρα;...
Η βάρκα...την πήραν τα κύματα, αρκετά μέσα.
Ένα κοριτσάκι απελπισμένο, γύρω στα οχτώ, μιλούσε σπαστά
ελληνικά και έκλαιγε, ενώ ήθελε να φύγει
κι αυτό με βάρκα την ελπίδα...
Αυτά ήξερε η Κατερίνα...
Σκούπισε τα μάτια της, μια κοιτούσε τη βάρκα που χανόταν
και μια κοιτούσε το κοριτσάκι που βρισκόταν μπροστά της,
σε κακό χάλι, πιο χάλι από το δικό της...
Έριξε τη ζακέτα της στη μικρή.
Όταν άρχισε να γεμίζει το μυαλό της, σκέφτηκε, πως ίσως είχε
δραπετεύσει από τις δομές φιλοξενίας προσφύγων ή από κάπου
τέλος πάντων... Φτάνοντας στο δρόμο κρατώντας τη μικρή από
το χέρι, βλέπει να σταματά ένα αυτοκίνητο... Να και ο Μάνος...
_ Που με βρήκες;
Αυτός μια κοιτούσε τη γυναίκα του μια το κοριτσάκι.
_ Να σου εξηγήσω Κατερίνα. Έτρεξα πίσω σου, βρήκα το
ξενοδοχείο, μου είπαν πως έφυγες σχεδόν τρέχοντας, σε έψαχνα
Μα το κοριτσάκι, πρέπει να είναι αυτό που αναζητά η αστυνομία,
έφυγε από το χώρο φιλοξενίας...
_ Πήγαινέ μας στην αστυνομία, αφού πάρουμε κάτι να φάει
η μικρή και ένα καφέ για μένα. Εξηγήσεις...δεν πεινάω για κάτι
τέτοιο Μάνο. Θέλω να μάθω για τη μικρή μόνο.
Σταμάτα να μιλάς και ξεκίνα... Κάθησαν στο πίσω κάθισμα.
Η μικρή αγκάλιασε την Κατερίνα...
_ Μην αφήσεις εσύ εμένα, φοβάμαι και τώρα που έφυγε
η βάρκα μας, πως θα πάω στη μαμά μου;...
Ο αστυνομικός υπηρεσίας μάλλον ήταν
ένας συμπαθητικός άνθρωπος...
_ Η μικρή...μα πώς, πού, τη ψάχνουμε δυο μέρες...
Οι εξηγήσεις από την Κατερίνα δόθηκαν.
Έμαθε και εκείνη πως η μικρή είναι ορφανή, οι γονείς της
χάθηκαν στα νερά του Αιγαίου πριν 5 χρόνια, από τα 3 της
φιλοξενείται από δομή σε δομή προσφύγων σε πρόχειρα σχεδόν
παραπήγματα. Την έστελναν σχολείο, μα δεν το ήθελε, ενώ
έξυπνη είναι. Κάποια παιδιά την κορόιδευαν.... Τώρα την
ξαναέστειλαν δεν άντεξε τα πειράγματα... κάτι για τη μαμά
και το μπαμπά της έλεγαν πως πνίγηκαν και όχι δεν είναι
στη πατρίδα σου, δεν έχεις γονείς, ούτε πατρίδα...
τέτοια της έλεγαν.... Παιδί, για τέτοιες σκληρές αλήθειες...
Η Κατερίνα, βρήκε δουλειά στη Μυτιλήνη και βοηθά εθελοντικά
εκεί που φιλοξενείται η μικρή... Μαρία, έτσι την λένε, αφού
κανείς δεν ήξερε τίποτα για αυτήν όταν την έσωσαν...
Εθελοντικά,, βοηθά την Κατερίνα και τον Μάνο, δικηγόρος,
να βρεθεί τρόπος, να υιοθετήσουν τη μικρή Μαρία.
Άλλωστε η Μαρία πηγαίνει σχολείο τώρα πια και έχει μαμά και
μπαμπά, έτσι τους φωνάζει. Που να καταλάβει από χαρτιά
και διαδικασίες ... Ξέρει ότι την αγαπούν!
Α ναι, ξέχασα, το τρίτο πρόσωπο μια περαστική Αγγλίδα,
μια αδυναμία και ένα λάθος του Μάνου. Μια αληθινή συζήτηση
Κατερίνας και Μάνου, μια συγνώμη με συνείδηση...
ένα λάθος στα 25 χρόνια έγγαμου βίου...
Μια ευκαιρία για ευτυχία
Μια ευκαιρία για νέο ξεκίνημα...
Και μια απόφαση, η Μαρία μέχρι να βγουν
οι επίσημες αποφάσεις φιλοξενείται από το ζευγάρι....
_ Μαμά, μπαμπά, που άραγε έφτασε η βάρκα;...
...Κοσμίδου Ιορδάνου Βάσω...
Από την υπό έκδοση συλλογή μου: "Ορθή πορεία Ψυχής"
(Ποιήματα, Κείμενα, διηγήματα)
Πίνακας: Pino Daeni
(Ποιήματα, Κείμενα, διηγήματα)
Πίνακας: Pino Daeni
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου