Ξαφνικά, μια μέρα σηκώθηκα νωρίς και σου έδωσα έναν
καταρράκτη. Από ό,τι υπάρχει πάνω στη γη, πέτρες, κτίρια,
γαρύφαλα, από ό,τι πετάει στον αέρα, σύννεφα, πουλιά,
από ό,τι υπάρχει κάτω από τη γη, ορυκτά, νεκροί τίποτα δεν
είναι τόσο φευγαλέο τίποτα που να τραγουδάει σαν ένα
καταρράκτης. Και εκεί βρυχάται σαν μια λευκή λέαινα, λάμπει
σαν το λουλούδι που φωσφορίζει ονειρεύεται με κάθε όνειρό σου,
τραγουδάει στο τραγούδι μου δίνοντάς μου πρόσκαιρα
ασημικά. Αλλά δουλεύει και κινάει τη ρόδα ενός μύλου και όχι
μόνο είναι πληγωμένο χρυσάνθεμο, αλλά δημιουργός του
αλευριού, μάνα του ψωμιού που τρως κάθε μέρα. Ποτέ δε
θα σε βαρύνει ό,τι σου έδωσα γιατί πάνταυ πήρξε δικό σου ό,τι
σου έδωσα, το λουλούδι ή το ξύλο, η λέξη ή ο τοίχος που
στηρίζουν τον περιπλανώμενο έρωτα που αναπαύεται πυρωμένος
στα χέρια μας, σου έδωσα, σου δίνω, σου εμπιστεύομαι, θα είναι
αυτή η μυστική φωνή του νερού εκείνη τη μέρα θα πει στη
γλώσσα σου όσα εσύ και εγώ αποσιωπήσαμε, θα διηγηθεί τα
φιλιά μας στη γη στο αλεύρι, θα συνεχίσει να αλέθει σιτάρι,
νύχτα, σιωπή, λέξεις, διηγήσεις, τραγούδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου