«Τα παλιά χρόνια οι γυναίκες ήταν δέντρα. Τα πόδια τους τα αγκάλιαζε η τρυφερή γη. Τα στήθη τους, δυο σκληρά εξογκώματα στον αιώνιο κορμό, τα χέρια τους κλαδιά, τα μαλλιά τους παρακλάδια και φύλλα. Όταν βρέχει, οι χυμοί ανεβαίνουν από το νοτισμένο χώμα και δροσίζουν τα σωθικά τους. Αν αφουγκραστεί κανείς προσεκτικά την ώρα που ο άνεμος φυσάει μέσα από τα φυλλώματά τους, μπορεί να ακούσει το χαμόγελό τους. Αν παρατηρήσει τις ραβδώσεις του κορμού μπορεί να ανακαλύψει μια έκφραση αρχέγονης σοφίας και απεριόριστης ανοχής.»
Ξεκινώ μ’ αυτό το ποιητικό απόσπασμα την προσέγγισή μου στις Μέλισσες Ιέρειες της Χαράς Νικολακοπούλου γιατί κατά την άποψή μου η μεταγραφή ενός παραμυθιού, ο δυνατός παραλληλισμός ή μια ‒ποιος άραγε ξέρει;‒ από καιρό λησμονημένη αλήθεια, αποτελούν τον πυρήνα της νοηματικής υφής και στις δυο νουβέλες του βιβλίου που παρουσιάζουμε.
Ωστόσο αυτό για το οποίο «μιλά» η συγγραφέας με ύφος γλαφυρό, είναι το άρρητο, αυτό που επωάζεται μέσα μας κι επανέρχεται ως γραφή κι αυτό δεν είναι άλλο από την επιθυμία.
Mε φόντο την ελληνική επαρχία της δεκαετίας του 60 σκιαγραφεί τις ηρωίδες της και τις παρατηρεί με τρυφερότητα καθώς: «χώνουν τη μύτη τους στο καινούριο. Το μυρίζουν και τρέμουν από ανυπομονησία…./ Τα κορίτσια ριγούν από προσμονή εν όψει του άγραφου κόσμου που ξεδιπλώνεται μπροστά τους. Όλα είναι καινούρια και αχρησιμοποίητα. Πόσο όμορφα μυρίζει το καινούριο…». Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι δεν είναι τυχαία η επιλογή της ηλικίας των ηρωίδων της. Η εφηβεία λειτουργεί σαν ένα ταιριαστό λογοτεχνικό εύρημα καθώς η συγγραφέας χτίζει την αφήγηση πάνω στις ψυχολογικές και συναισθηματικές παραμέτρους αυτής της ηλικίας που διέπονται από αντίρροπες δυνάμεις. Στην εφηβεία όλα γεννιούνται και πεθαίνουν την ίδια στιγμή, για να ξαναγεννηθούν αμέσως μετά. Οι επιθυμίες που καίγονται στο ασφυχτικό επαρχιακό περιβάλλον αναπλάθονται απ’ τις στάχτες τους χάρη στην κελαρυστή γραφή της. Η αγωνία τους μετασχηματίζεται σε λαχτάρα και η εφηβική τους θλίψη σε δημιουργική αναζήτηση.
Η εξαφάνιση των κοριτσιών και η ενδιαφέρουσα με αστυνομικές αιχμές πλοκή, λειτουργεί ως πρόσχημα ώστε να ακολουθήσουν τα κορίτσια και η νουβέλα την οικειοθελή περιστροφή γύρω από τον στρόβιλο της επιθυμίας που είναι σμιλεμένη στην έλλειψη και στην ασίγαστη περιέργεια για το καινούργιο.
Και οι δυο νουβέλες καταπιάνονται ‒δεν θα ήθελα να χρησιμοποιήσω την στερεότυπη έκφραση «με τη γυναικεία ψυχή»‒ μα με τη γυναικεία διαδρομή, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Τη διαδρομή στο χρόνο, στο χώρο, στη γραφή, στις ανοιχτωσιές της τέχνης και στης ελευθερίας τους ανεξάντλητους τόπους.
Στην πρώτη νουβέλα, την ομότιτλη του βιβλίου, η αφήγηση ενορχηστρώνεται πάνω στον διάλογο, την εναλλαγή του πεζού με το ποιητικό ύφος καθώς και στη διαρκή εισβολή του μύθου στην πραγματικότητα. Το μυστήριο και η ιερότητα που διέπουν τη φύση του κοριτσιού, η οποία δεν έχει προλάβει να αφομοιωθεί από τον κοινωνικό περίγυρο και δεν έχει αλλοτριωθεί από τις κοινωνικές συμβάσεις, είναι προεξέχουσας σημασίας στη νουβέλα αυτή. Οι ηρωίδες στις Μέλισσες Ιέρειες επιχειρούν μία έξοδο από τους προδιαγεγραμμένους δρόμους που άλλοι χάραξαν γι’ αυτές. Αν έμεναν θα ήταν υποχρεωμένες να παίξουν τους συνήθεις ρόλους που έχει μοιράσει η πολιτισμένη κοινωνία στα γυναικεία μέλη της. Θα γίνονταν σύζυγοι, μητέρες, νοικοκυρές, θα αποκτούσαν τις νευρώσεις και τις υστερίες τους.
Οι ηρωίδες δεν το αντέχουν αυτό και δραπετεύουν δικαιώνοντας την ιερότητα της φύσης τους, έστω κι αν αυτό βρίσκεται μόνον στην ταραγμένη φαντασία της ευαίσθητης δασκάλας τους. Δεν μαθαίνουμε ποτέ αυτό που πραγματικά συνέβη στα κορίτσια. Το κείμενο υπαινίσσεται ότι διασώθηκαν, κατοχυρώνοντας την ύπαρξή τους μέσα στον χρόνο. Η αθωότητα προσεταιρίζεται την αθανασία.
Ποια άραγε από τις έφηβες της πρώτης νουβέλας, ποια από τις ιέρειες μέλισσες συνέχισε την περιπλάνηση; Δεν φοβήθηκε να περπατήσει στην καυτή έρημο που «Δεν έχει άκρη. Δεν έχει συγκεκριμένο σχήμα. Τα όριά της διαπλατύνονται και αναλιγώνουν μέσα στα κομμάτια του μεσημεριού θολώνοντας το νου με αυταπάτες.» Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ γιατί η ηρωίδα της δεύτερης νουβέλας δεν κατονομάζεται. Είναι μόνον «η γυναίκα». Λέξη και σύμβολο μα και υπόσταση χειροπιαστή ‒τα σημαινόμενα όλα φέροντας στις λιγοστές αποσκευές της‒ που ταξιδεύει χωρίς σκοπό. Ένα ταξίδι αλληγορικό, μια καταβύθιση στον μέσα ωκεανό της ηρωίδας συμπλέκεται με ένα πραγματικό αφηγηματικό ταξίδι στην έρημο, του οποίου η περιγραφική δύναμη θυμίζει άρτια ταξιδιωτική λογοτεχνία. Κι ανάμεσα τους, ταξιδεύει το όνειρο, η επιθυμία, η δική της εκδοχή της αντίστασης, η εξεγερμένη δίψα για τον έρωτα που συγχέεται με την κυριολεκτική δίψα του σώματος.
Η δεύτερη νουβέλα πραγματεύεται την έρημο και την ερημία. Ανάμεσα στην τραχιά και αδυσώπητη έρημο του ταξιδιού όπου δοκιμάζονται οι αντοχές και τα όρια της ταξιδιώτισσας, φέγγει η ερημία του κάθε πλάσματος που δεν βολεύεται με τα σύνορα και τους προδιαγεγραμμένους δρόμους.
«Η έρημος αναδύεται στο πρόσωπό μου. Η έρημος εντός μου», μονολογεί η ηρωίδα καθώς κοιτάζεται στον καθρέφτη.
Μα «η γυναίκα» δεν ενσωματώνεται με τους κόκκους της έρημης διαδρομής, αντιστέκεται στη διάλυση της προσωπικότητας και της φυσικής της υπόστασης. Πασχίζει με τον έρωτα να ποτίσει το σώμα της για να μην εκπληρωθούν οι φόβοι πως στο τέλος θα μείνει μόνο ένα άνυδρο κορμί με ξερές θρυμματισμένες επιθυμίες. Η ηρωίδα δεν επιλέγει να σκεπαστεί το σκοτεινό ρούχο της σιωπής και του συμβιβασμού. Η γενιά της κρατάει από τη στόφα των ασυμβίβαστων λογοτεχνικών ηρωίδων που μίλησαν για το δικό του ταξίδι. Της αξεπέραστης μαντάμ Μποβαρύ, της θρυλικής Κλαούντια Σωσά και της πολυσυζητημένης κας Νταλαγουέι, όπου η μοίρα τους είναι το ίδιο το πάθος τους για ελευθερία παρόλο που: «Η έρημος άνοιξε ξανά ένα τεράστιο στόμα-χοάνη και τους κατάπιε. Τα δίχτυα της μαγγανείας τους τύλιξαν. Η χωμάτινη γαλήνη δεν ταραζόταν από κανένα θόρυβο. Ησυχία, ησυχία, ησυχία απόκοσμη. Ολόιδια με τον θάνατο. Η έρημος μπορεί να σε θάψει, μπορεί και να σε αναστήσει».
Η συγγραφέας προσδίδει στην ηρωίδα της και μια άλλη πολύ σημαντική ιδιότητα. Κάνει σαφές στον αναγνώστη ότι «η γυναίκα» έχει έντονη την ανάγκη της αφήγησης. Είναι πομπός κι αναζητά τους δέκτες για να μοιραστεί τις ιστορίες που ξέρει ή φαντάζεται. Να τις σπάσει σε λέξεις και να τις σκορπίσει στην έρημο. Κάποτε αυτή η ανάγκη γίνεται η ουσία της περιπλάνησης και η περιπλάνηση εξυπηρετεί και πυροδοτεί της αφήγησης την επιθυμία σε μια αλληλένδετη σχέση.
Μόνο με τη γραφή αντέχεται το ταξίδι και ο αναγνώστης αξιώνεται τους μικρούς σταθμούς της όασης και της γαλήνης, τα αγκομαχητά της αγωνίας, τον ιδρώτα στο μέτωπο, τις λέξεις που αφυδατώνονται μα προλαβαίνουν να δώσουν την υγρασία της συγκίνησης. Με ζωηρές περιγραφές, με λιτό ρεαλισμό που εναλλάσσεται με εσωτερικό μονόλογο η συγγραφέας διεισδύει δημιουργικά στο θυμικό της ηρωίδας υποστηρίζοντας σθεναρά ‒μέσω της γραφής‒ την απόφαση της διαδρομής της προς τον ωκεανό. Μόνο στον ωκεανό η γυναίκα θα ψηλαφίσει την πιθανότητα να συναντήσει τον προαιώνιο πρόγονο της βροχής που δεν καταδέχεται την μέσα έρημο και δροσίζει την πραγματική έρημο. «Είναι ψέμα πως δεν υπάρχουν νερά στην έρημο. Υπάρχουν, αλλά είναι αποταμιευμένα σε βαθιά πηγάδια». Μια τέτοια κατάδυση λοιπόν έχουμε εδώ, με όχημα την αφήγηση.
Περιπλανώμενη και έρημη γεύεται πολύ καλά τη ματαιότητα του έρωτα και των ψευδαισθήσεων τις απατηλές αναλαμπές, προχωρώντας προς τον μεγάλο ωκεανό. Κάποτε απογυμνώνεται από τα χρηστικά, αποσταμένη και κατάκοπη, μένει μόνη με την ανεπάρκειά της σαν αυθεντικό πλάσμα της ερήμου που αναζητά νερό. Το μόνο που της απομένει είναι η επιθυμία για τον μεγάλο ωκεανό.
«Εκείνη ήθελε να δει από κοντά τον ωκεανό. Μια τουλάχιστον φορά στη ζωή της λαχταρούσε να κολυμπήσει στα πλατιά νερά του. Λες κι εκείνος είχε τη μαγική δύναμη να τη λυτρώσει από τα κατακάθια μιας ζωής σκεβρωμένης. Να λύσει τους αρμούς και να ξεπλύνει την αναπόδραστη ειμαρμένη.»
Όπως κάθε έρημο πλάσμα, περιπλανώμενο, η δίχως όνομα γυναίκα δε βρήκε κανενός είδους ευτυχία μα κέρδισε την αυτογνωσία και την κατάργηση των φόβων και της ελπίδας. Άγγιξε για λίγο την υπέρτατη ελευθερία του «δεν». «Δεν φοβάμαι τίποτε. Δεν ελπίζω τίποτα».
«Της φάνηκε πολύ πιθανό ότι εκεί δα, με τα πόδια μέσα στο νερό, θα μπορούσε να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή. Άγραφη. Με αφοπλισμένη τη δυναμική των φόβων και των ελπίδων της. Τίποτε δεν είναι πιο βασανιστικό, αποφάσισε, από τους φόβους και τις ελπίδες. Αυτά είναι που δημιούργησαν τους αντικατοπτρισμούς και τις οφθαλμαπάτες.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου