Νωρίς πολύ πάλι ξύπνησα, για μια ακόμη φορά,
συνήθως έτσι γίνεται, για χρόνια πολλά και κάθε πρωί,
Κάτι μάλλον με τρόμαξε, μέσα στη μαύρη νυχτιά,
ν’ ανοίξω τότε όρμηξα, πόρτα που ήταν κλειστή.
Πόρτα βαριά, για χρόνια πολλά κλειδωμένη,
σαν γέρνω τα βλέφαρα, και ψάχνω γαλήνη να βρω.
σφιχτά ψυχή κρατά μέσα της, βαθειά λαβωμένη,
που ψάχνει φτερούγισμα λεύτερο, χαράς γιατρεμό.
Ίσως πάλι, λόγια του Ζαρατούστρα σκεφτόμουνα,
μα και κάποιου άλλου σοφού, που τον ‘λεγαν Σιντάτρα.
Τέτοιες σκέψεις ανθρώπων, πάντα πολύ τις σεβόμουνα,
με την θάλασσα μίλαγαν, τα βουνά τα λουλούδια και τα’ άστρα.
Το κρεβάτι μου άφησα, λογισμούς ένα στρώμα γεμάτο,
γοργά επερπάτησα, το φως ν’ ανταμώσω καθάρια να δω.
Στον καθρέφτη μπροστά, στα μάτια κοιτάχτηκα
με βλέμμα φευγάτο, αυτόν που θωρούσα,
προσπαθούσα που τον ξέρω να πω.
Κι αφού τον εγνώρισα, του είπα ταραγμένος πως δείχνει,
χλωμό είχε πρόσωπο, στασιά του κορμιού να τρέμει θαρρώ.
Τα μαλλιά του σαν φίδια, του πολέμου που έζησε ίχνη,
και στα χείλη δυο φύλλα, μενεξέ που δεν έδωσε ανθό.
Νερό τότε γύρεψα, να ρίξω στο πρόσωπο καλά να νιφτώ,
να βγω απ’ το θάμπος, της βραδιάς που καθόταν κοντά μου.
Να γυρέψω τον Ήλιο, της ημέρας το φως την χαρά να γευτώ,
τον κήπο να σκάψω, ν’ ανθίσει κι εμένα η
φτωχούλα καρδιά μου.
Τα μέσα μου να γελάσουν, με λόγια χαρούμενα τραγούδι
να πω, να γεμίσει ευωδιές, μελωδίες και χρώματα
κι η ζωή η δικιά μου. Να χορέψω σφιχτά, με μορφές
που για πρώτη φορά συναντώ, να πω σ’ αγαπώ,
στον ανθό του ιβίσκου που βρήκα μπροστά μου.
Νωρίς πολύ πάλι ξύπνησα, για μια ακόμη φορά,
μα αλλιώς νοιώθω σήμερα, που πετούν τα πουλιά.
Τα μπουμπούκια που ανθίσανε, και σκορπούν ευωδιά,
Και η πλάση μητέρα μου, με κρατά αγκαλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου