Όταν ήμουν αφυλάκτη
τότε που τα πράγματα ήταν περίπλοκα
κι είχαν τις ευθύνες τους
τον καιρό που μιλούσα στην άδεια καρέκλα
για τον πυρετό μου
αιτία ποίησης ωιμέ.
Τότε που βρέθηκα στο κάτω της ζωής
ενώ για το άνω είχα βγάλει εισιτήριο
σε γύρευα στην μυρωδιά της θάλασσας
στον βηματισμό των δρόμων
στην ανάπαυλα των πουλιών.
Και πού δεν σε 'ψαχνα για να αγγίξω
το ευτυχές κομμάτι σου.
Έτσι πίστευα πως θα ευδαιμονήσω
αγγίζοντας αυτό το ευτυχές κομμάτι σου.
Μα εκεί που εσύ κατοικείς δεν υπάρχει
κανείς δρόμος.
Όλοι γκρεμισμένοι.
Ούτε ένα τόσο δα δρομάκι να το αγγίξει
η ζωή μου.
Γι αυτό το όλο φως δεν έχει που να πλυθεί.
Κι όλο το λάθος της φωνής
κι όλο το βάθος της σιωπής
να μπερδεύει τα αηδόνια
σαν μιλάνε στο δάσος που κυλάει η θάλασσα
όταν ονειρεύεται τα λεπίδια της αγάπης.
Με τις κουρασμένες αλήθειες
να χτυπάνε τα φτερά τους.
Όταν ήμουν αφύλακτη σε ζητούσα
στην υπεροψία της απουσίας σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου