"Ήταν"... Καρακατσάνης Μάριος.

Σε έναν μικρό τσιμεντένιο τοίχο, στοίχισα το ένα δίπλα στο άλλο
τρία παιδιά. Δεν άντεχα το βλέμμα τους, κι έτσι τους φόρεσα
κουκούλες. Ύστερα ζωγράφισα επάνω τους με μια σπασμένη
κιμωλία χαρούμενες χαμογελαστές φατσούλες.
Έστεκαν εκεί, απέναντι μου, ακίνητα να με κοιτούν με τα
χαρωπά τους προσωπάκια την ίδια ώρα που μέσα μου κάτι
φλέγονταν. Κάποτε νόμιζα ότι ο κόσμος καταρρέει, μα τελικά
διαπίστωσα ότι εγώ ήμουν αυτός που γκρεμίζεται.
Το κοριτσάκι που στέκονταν στην μέση, έκανε να βγάλει την
κουκούλα του και αμέσως άπλωσα το χέρι στο δικό μου στήθος
και του έβαλα φωτιά.
Ήταν η Αγάπη...

Το αριστερό, ακούγοντας τα ουρλιαχτά της, αρχίνησε κλάματα
που δεν άντεχα να ακούω. Οι λυγμοί του ήταν παράσιτα που
κατέτρωγαν τα κουρασμένα πλέον μου αυτιά.
Δίχως δισταγμό το έκαψα ζωντανό ακούγοντας ως βάλσαμο
για τελευταία φορά το κλαψούρισμα της.
Ήταν η Λύπη...

Τελευταίο έμεινε το πιο ψηλό από όλα. Έστεκε αγέρωχο
δίπλα στις στάχτες των άλλων δίχως να βγάλει λέξη.
Βουβό ένιωθα να με κοιτάζει πίσω από την κουκούλα του.
Ήξερα πως πίσω από αυτήν με χλεύαζε.
Αδιαφορούσε για το τι θα του έκανα, ίσως γιατί γνώριζε ότι
ήμουν εντελώς αδύναμος απέναντι του.
Έτσι έπιασε το δικό του στήθος και με μια κίνηση ένιωσα να
καίγομαι ολόκληρος και τις στάχτες μου να γίνονται ένα
με τις υπόλοιπες, μέχρι που δεν μου έμεινε πια ανάσα.
Ο Πόνος μου ήταν...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου