Ο Καρεκλάς... Τάκης Κτενάς.

Ο παππούς μου ήταν καρεκλάς. Έφτιαχνε καρέκλες.
Ένα παλιό επάγγελμα,-τέχνη θα έλεγα-,που δυστυχώς
δεν υπάρχει πια.Όπως δεν υπάρχουν και άλλα πολλά
απ' τα παλιά,από το παρελθόν.Επαγγέλματα που έχουν
χαθεί,έχουν εξαφανιστεί στο διάβα του χρόνου
μαζί με την ζωή μας.
Αναμνήσεις,με τυλίγουν σαν φαντάσματα.Θύμισες από ένα
ευλογημένο παρελθόν που χάθηκε για πάντα και μαζί
μ' αυτό πολύ φοβάμαι ότι χαθήκαμε και εμείς.
Χάσαμε τους εαυτούς μας,τους ίδιους μας τους εαυτούς.
Παππούς,γιαγιά,του σπιτιού στο χωριό η μυρωδιά.
Μυρωδιά από καμμένο ξύλο στο τζάκι, μυρωδιά από ζεστό
φαγητό στο φούρνο.Ξυλόσομπα που έκαιγε μαζί με τα ξύλα
και τις ώρες,τις μέρες,τους μήνες,τα χρόνια.
Χρόνια περασμένα,χρόνια ευλογημένα.
Το λιβάνισμα με το θυμιατήρι και το άναμμα στο καντηλάκι,
απαραίτητη συνήθεια καθημερινή της νοικοκυράς.
Δεν υπήρχε μέρα χωρίς να λιβανίσουν,χωρίς να μοσχομυρίσει
η άγια αυτή μυρωδιά του μοσχολίβανου σε όλη την γειτονιά.
Τώρα πια,ούτε αυτό υπάρχει.Δεν υπάρχουν γειτονιές.
Το καρβουνάκι καιγόταν στο θυμιατό και μαζί του καιγόταν
και το κακό.Μύριζε αυτό, όπως μυρίζουν οι αναμνήσεις μας
τώρα. Γεύση και μυρωδιά μιας άλλης εποχής.Φτωχής,
δύσκολης, αλλά αληθινής.Με αξίες και ιδανικά.Με πίστη.
Οι άνθρωποι τότε πίστευαν.Δεν έχει σημασία σε τι,που και πως.
Σημασία έχει ότι σε κάτι,κάπου πίστευαν.Πόση ανάγκη
έχω να πιστεύω και εγώ κάπου σήμερα,γιαγιά...
Παρεπιμπτόντως,ο παππούς είναι καλά? Να του δώσεις
χαιρετίσματα και φιλιά.Να του πείς ότι δεν τον ξεχάσαμε,
κανέναν δεν ξεχνάμε.Να,τώρα για αυτόν μιλάμε.
Για τον παππού τον καρεκλά.Τον τεχνίτη απ' τα παλιά,
που επιδιόρθωνε τις καρέκλες με το ψαθί.Τόπλεκε γύρω
απ' τις καρέκλες,όπως έπλεκε και την ζωή.
Έφτιαχνε τις καρέκλες του κόσμου και φώναζε στην γειτονιά:
<<Καρεκλάς! Ο καρεκλάάάάάάάάάάάςςςςςςςςςςςς!
Καρέκλες διορθώνω.Ο καρεκλάάάάάάάς.......>>
Ακόμα ακούω την φωνή του στα αυτιά μου.
Και άκουγαν οι νοικοκυραίοι απ' όπου πέρναγε και βγαίνανε
στα παράθυρα του σπιτιού τους και τον φώναζαν.
Καθόταν έπειτα αυτός στις αυλές των σπιτιών,η στον δρόμο
σε ένα πεζούλι και με περισσή μαεστρία και επιδεξιότητα
τις έφτιαχνε. Καρέκλες ψάθινες,χαλασμένες.
Ξεκινούσε το πλέξιμο,όπως ξεκινάω εγώ τώρα την
ιστορία του.Έπλεκε την ψάθα στις καρέκλες,όπως
πλέκω εγώ τώρα τις λέξεις.Τα χρώματα.
Τις μυρωδιές.Τις αναμνήσεις....
Πολλές.Θύμησες ιερές.Η Ιστορία μας.Η Καταγωγή μας.
Η προέλευση μας.Για την οποία είμαι υπερήφανος.
Άργησα να το καταλάβω,μα πάλι καλά.Πάλι καλά που
έστω και αργά,το κατάλαβα.
<<Παππού,τι σιγοτραγουδάς? Γιατί το τραγούδι σου έχει
παραπονιάρικο σκοπό? Τι να πω κι εγώ.Παππού,
που να δείς τώρα.Καλύτερα που δεν ζείς...>>
Και έβγαιναν οι νοικοκυρές και του 'φτιαχναν έναν ελληνικό
καφέ,μέχρι να τελειώσει αυτός το πλέξιμο.Και μετά αυτές
καθόντουσαν επάνω και τις δοκίμαζαν,να δούνε αν είναι γερές.
Όσο πιο παραπονιάρικος ήταν ο σκοπός που τραγούδαγε,
τόσο πιο γερή έβγαινε η καρέκλα.
Θεέ μου,τον πιο παραπονιάρικο σκοπό θα πώ.
Το πιο λυπημένο μου τραγούδι θα πω εδώ,αρκεί να βγούν
οι ζωές μας πιο γερές.Στιγμές.Δώσε μας ότι θες,εσύ
ξέρεις καλύτερα από 'μας.Πάρε τον πόνο μας και κάντονα
καρέκλα.Ψάθινη. Γερή.Σαν το μικρό παιδί,που θα ευλογήσεις
τώρα εσύ.Γίνε για λίγο καρεκλάς και πάρε τις ζωές μας
στα χέρια Σου,όπως ο παππούς μου τις καρέκλες.
Ζήτα του να σου δείξει.Αυτός ξέρει. Εκεί δίπλα Σου είναι,εκεί
τον έχεις μαζί Σου τώρα.Και δώσ' του ένα ποτηράκι κρασί.
Του άρεσε τόσο πολύ!
<<Από τον εγγονό σου>> πες του.
<<Από το εγγόνι σου στην γη.Σ' αγαπάει πολύ.
Και σε ευχαριστεί.Που όταν ερχότανε στην Τρίπολη σε έβλεπε.
Που έφτιαχνες καρέκλες και μύριζε ο τόπος ψάθα.
Σύρμα,τανάλια,μαχαίρι και σφυρί.Τσεκμές.Και εσύ εκεί, σκυφτός.
Σε ένα μικρό εργαστήρι,που νοίκιαζες ομπρός.
Εμπρός από το σπίτι μας το μικρό σου εργαστήρι.
Και η γιαγιά να σου φωνάζει:<<Να βλέπεις το παιδί.
Να το τηράς>>,όσο αυτή έφτιαχνε φαί.Για να φάμε,η οικογένεια.
Όλοι μαζί. Αφού πρώτα κάναμε τον σταυρό μας.
Ακόμα τον κάνω γιαγιά.Ακόμα τον κάνω τον σταυρό μου!
ΤΑΚΗΣ ΚΤΕΝΑΣ
Υ.Γ.:Ακόμα ακούω την φωνή του.
Την φωνή του παππού,του παππού μου του καρεκλά.
Έρχεται από το παρελθόν και με στοιχειώνει.
Γλυκά,όπως ήταν κι η φωνή του.Γλυκιά.
<<Καρεκλάς! Ο καρεκλάς! Καρέκλες διορθώνω.
Ο καρεκλααααααααααααααααςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςς.............>>

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου