Η πρώτη νύχτα...Πέτρος Τσερκέζης.

«Ήταν άδικο το τρέξιμο», είπε ο Μαξ Κ.. «Το λεωφορείο έχει ένα τέταρτο που αναχώρησε και ήταν το τελευταίο». Τον κοίταξε με σκληρό βλέμμα έτοιμος να τον ενοχοποιήσει ή να πετάξει καμία βρισιά . Δε μίλησε ωστόσο, απλώς τον κοίταζε με αγένεια, κάνοντας μια χειρονομία. Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα, κατεβάζοντας ταυτόχρονα την τσάντα από τον ώμο. Σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού το ιδρωμένο του μέτωπο λέγοντας: «Συγνώμη, ορέ φίλε, εγώ φταίω με τις ουτοπίες μου. Μεγάλη ταλαιπωρία και βλακεία να βρεις τρόπο να συναντήσεις βουλευτές», είπε ο Παύλος Π... «Εσένα δε σε δέχονται στο χωριό θέλεις και την κοπέλα του παπά».
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένα κορίτσι μέτριου αναστήματος είχε πλησιάσει ήρεμα το τραπέζι τους στο καφενείο του Κτελ Ιωαννίνων.
«Γεια σας. Είμαι η Ραχήλ» είπε τείνοντας το χέρι. Την κοίταζαν με δύσπιστο ύφος σχεδόν παραξενεμένοι. Τι ήταν αυτή η Ραχήλ; Πώς είχε φυτρώσει έτσι ξαφνικά, σαν να παρουσιάζονταν από τις σελίδες της αγίας γραφής. «Είσαι η σύζυγος του Ιακώβ ή η κόρη του Μοησή», ρώτησε ο Παύλος Π. σηκώνοντας τους ώμους με μια κίνηση αμφιβολίας την οποία την επιβεβαίωναν και η απορία στο πρόσωπό του μ’ ένα ερωτηματικό νεύμα σαν να της έλεγε «η αφεντιά σου μας έλειπε αυτή την κρίσιμη στιγμή». «Όχι, η κόρη του Μπατίνου είμαι», είπε μ’ ένα ειλικρινέ-στατο χαμόγελο. «Του Μπατίνου;» παραξενεύτηκε ο Μαξ Κ. «δηλαδή του Κύριου Μπατίνου του Ονειρεμένου». «Ναι, του κύριου Μπατίνου, του φίλου σας. Είστε από μέσα δεν είναι;». «Ναι, τώρα είμαστε έξω, ωστόσο», προσπάθησε να συνεχίσει το αστείο ο Παύλος Π. «και όλα δείχνουν πως θα μείνουμε κάτω από τον έναστρο ουρανό». «Σας έφυγε το τελευταίο λεωφορείο, δεν το προλάβετε; Ειλικρινά λυπάμαι. Πόσες φορές έχετε έρθει στα Γιάννενα;» «Χίλιες είκοσι και βάλε. Για τις ακρίβεια οι είκοσι είναι σίγουρες», είπε ο Μαξ Κ.. «Για τις άλλες αμφιβάλω, ταξίδια φα-ντασίας θα είναι».
Η Ραχήλ άναψε ένα τσιγάρο κι έριξε το βλέμμα από το παράθυρο. Το ρουφούσε βαθιά και λαίμαργα σαν πεινασμένη. Λες και η νι-κοτίνη του ήταν βάλσαμο. Το πρόσωπό της έμοιαζε θλιμμένο πί-σω από το πέπλο του καπνού. Τα μάτια της στο χρώμα της ελιάς σαν να έσταζε ένα βελούδινο φως με λαδάκι καλοσύνης. «Τι σε ώθησε σ’ εμάς;» ρώτησε ο Παύλος. «Ήθελα να σας γνωρίσω». «Έτσι τυχαία σου ξυπνήσαμε την περιέργεια; Πώς το ήξερες, πως χάσαμε το λεωφορείο και θα μας συναντούσες;» «Δεν ήταν τυχαίο. Σας είχα δει αρκετές φορές στο κατάστημα του πατέρα μου. Άκουσα που είπατε να προλάβομε το λεωφορεία και σας βάλθηκα πίσω. Μοιάζουν τόσο ευγενικοί και ταλαιπωρημένοι. Ωστόσο έχουν κάτι ιδιαίτερο πάνω τους, μια ειλικρίνεια που μου αρέσει, σκέφτηκα». «Συγνώμη, ο κύριος Μπατίνος είναι πατέρας σας;» «Σχεδόν, πως να σας εξηγήσω, υιοθετημένη είμαι. Έχω χάσει τους γονείς μου σε αυτοκινητικό δυστύχημα και με υιοθέτησε ο θείος μου από μικρή ηλικία. Όλα για χάρη του αδερφού μου. Ο αδερφός μου είχε αποφασίσει να φύγει στο Ισραήλ. Εκείνη έτρεχαν πίσω του σαν τρελοί να τον σταματήσουν. Η απόφασή του ήταν αμετάκλητη. Έφυγε. Μας καλεί η πατρίδα, έλεγε. Έχει δυο χιλιάδες χρόνια που μας περιμένει να στυλώσουμε το έθνος. Κι εκείνοι τρέχοντας να τον προλάβουν, να τον γυρίσουν πίσω. Πάνω στην απόγνωσή τους πήγαν και έδωσαν πάνω στο κιγκλίδωμα. Λες και το έκαμαν σκόπιμα, λες και μετά τη φυγή του αδερφού μου δεν υπήρχε πια ζωή για τους γονείς μου. Από ό, τι καταλαβαίνω τώρα εκείνοι ήταν πολύ συνδεδεμένοι με τον αδερ-φό μου. Εκείνος ήταν τα πάντα γι’ αυτούς.
Η Ραχήλ βούρκωσε και χαμήλωσε το κεφάλι μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό. Ρούφηξε ξανά το τσιγάρο κι έβγαλε μια τουλούπα καπνό σαν να ήθελε να κρύψει τα δακρυσμένα της μάτια. «Έτσι ο Μπατίνος έγινε ο πατέρας μου. Με συμμάζεψε. Ήμουν μια χούφτα κοριτσόπουλο. Ναι, είναι πατέρας μου, τι να πω κάθε άνθρωπος θέλει μια οικογένεια, μια στέγη. Θέλει μια αγκαλιά. Με υιοθέτησε. Θεωρητικά μου χάρισε μια οικογένεια». «Χαίρομαι που γνωριστήκαμε», είπε ο Μαξ.
«Κι εγώ», είπε το κορίτσι. «Τώρα υπάρχει μια αιτία παραπάνω να επισκεφτούμε πιο συχνά τα Γιάννενα», είπε ο Παύλος. «Αλήθεια;» χαμογέλασε η Ραχήλ. «Πιστεύω πως απέχτησα κι εγώ δυο καλούς φίλους». «Τρέχομε πάντα να βρούμε τους ανθρώπους μας και να κάνομε νέες φιλίες. Είναι ο φυσικός μας χώρος η Ήπειρος μέσα κι έξω. Τα Γιάννενα εννοώ είναι η συνέχειά μας». «Ψάχνετε για περιπέτεια;» «Ανθρώπους ψάχνομε», είπε ο Μαξ. «Πολλά ψάχνομε. Η περιπέτεια είναι προϊών των ανθρώπων», είπε ο Παύλος. «Απόψε θα χαρείτε που σας άφησε το λεωφορείο, προε-τοιμαστείτε, αρχίζει η πρώτη σας περιπέτεια. Θα σας φιλοξενήσω εγώ», είπε η Ραχήλ. «Τι;» είπαν μ’ ένα στόμα και οι δυο, κοιτάζονταν το κορίτσι με απορία που μεταμορφώθηκε σε δίλημμα. Να είχε τόση καλοσύνη αυτό το κορίτσι ή είχε κάποιο σχέδιο στην άκρη του μυαλού του; Όχι τα μάτια της τους κοιτούσαν απονήρευτα. «Σ’ ευχαριστούμε αυτό και αν είναι έκπληξη», είπε ο Παύλος «καλοσύνη σου!» «Τώρα έχεις χρόνο για το βουλευτή και να ψάξεις το φίλο του πατέρα σου», είπε ο Μαξ.
«Ο βουλευτής τελείωσε. Προτεραιότητα έχει ο φίλος του πατέρα μου. Ήταν κολλητοί κάποτε. Θα χαρεί πολύ αν τον βρω». «Πώς τον έλεγαν;» ρώτησε η Ραχήλ.
«Ιωάννη Φαρμάκη. Δεν ξέρω αν είναι από τους ξακουστούς Φαρμάκηδες γνωστούς από τον καιρό του Αλή πασά». «Θα τον ψάξομε και θα τον βρούμε», είπε η Ραχήλ.
«Το ελπίζω. Πριν χωρίσουν του είχε χαρίσει ένα καρδιόσχημο μενταγιόν με το πρόσωπο της Παναγιά και με την επιγραφή: Να με θυμάσαι! Ιωάννης. «Σαν αυτό των γωνιών μου», είπε η Ραχήλ, βγάζοντας από τον κόρφο της ένα ωοειδής μενταγιόν. «Κάτι παρόμοιο, αλλά σε σχήμα καρδιάς. Ήταν η προτελευταία φορά που συναντήθηκαν και του χάρισε αυτό το μενταγιόν. Εκείνο το βράδυ ο Ιωάννης κάλεσε όλη την παρέα του πατέρα, εννέα άτομα. Κατέβαιναν στα Γιάννενα για μαύρη αγορά. Πήγαιναν ομαδικά από το φόβο των ληστών και των λύκων. Έχω μια μεγάλη γιορτή, είπε, σας καλώ όλους στο φτωχικό μου. Αρ-ραβωνιάζομαι σήμερα. Είχε και μια αδερφή. Ένα κορίτσι σαν να είχε γεννηθεί από τα ρόδα, να του έκοβες το κεφάλι: για έβγα ήλιε μ’ για να βγω… Γλέντησαν ως το πρωί. (Λες και είχαν προαι-σθανθεί αυτόν τον μεγάλο χωρισμό και ήθελαν να δώσουν δια-στάσεις σ’ αυτή τη φιλία). Όταν συναντήθηκαν την τελευταία φορά ήταν σαν σε συναγερμό. Έκλειναν σιγά-σιγά όλα τα μονοπάτια. Έκλειναν τα σύνορα. Αν σε συλλάμβαναν άρχιζε το μαρτύριο. Είχε αρχίσει η σκληρή εποχή του αποκλεισμού. Αμπαρώνονταν η χώρα, κόβονταν οι γέφυρες επικοινωνίας, αμπαρώνονταν οι μνή-μες. Μπορεί να είναι μάταιο αυτό το ψάξιμο. Μάτια που δε βλέ-πονται, γρήγορα λησμονιούνται, λένε. Ωστόσο πιστεύω πως αξίζει τον κόπο, να γίνει η αποκατάσταση, να στυλωθούν ξανά οι γέφυρες. Κάποια φεγγάρια συνέχισαν την αλληλογραφία. Μετά και η επιστολές κόπηκαν με το χαντζάρι. Ούτε φωνή ούτε ακρόα-ση. Εκτός από τον αποκλεισμό μας μεσολάβησε και ο εμφύλιος και ο Ιωάννης ήταν πολέμιος της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Ωστόσο ο πατέρας δεν έβγαλε ποτέ το μενταγιόν από τον κόρφο, απλώς την εικόνα της Παναγιάς την κάλυψε με μια φωτογραφία. Ο χρόνος όμως έχει τρέξει πολύ και λένε μαζί με την τύχη προκα-λούν σφυροκοπήματα και δεν ξέρεις πού και ποιον χτυπάει.
Οι φιλίες σήμερα είναι λυκοφιλίες, παλιά ήταν προσφορά ψυχής και είχαν μπέσα, λέει ο πατέρας μου. Φιλία σαν αυτή με τον Ιωάννη δεν πεθαίνουν ποτέ, γι’ αυτό έχω καθήκον να ψάξω. «Θα ψάξομε μαζί», λέει η Ραχήλ. «Τώρα ας πάμε τις τσάντες σας στο δωμάτιό μου και μετά σας προσκαλώ να γιορτάσομε τη φιλία μας στο πιάνο-μπαρ».
Πήγαιναν καμαρωτά στους δρόμους πλάι στη Ραχήλ που περπατούσε σαν να χόρευε. Οι τρεις βρίσκονταν σε έξαψη ή ορ-θότερα ο καθένας πανηγύριζε για δικό του λογαριασμό. Οι δυο φίλοι την κοίταζαν με την ουρά των ματιών λες και από στιγμή σε στιγμή θα έκανε απόπειρα να πετάξει και ήταν έτοιμοι να την αρ-πάξουν από τα μπράτσα. Στο γαλάζιο απόβραδο του Οκτώβρη τα Γιάννενα άναβαν τα φώτα χαρωπά σαν να ήθελαν να χαρίσουν λίγο από τη λάμψη του χρυσό του στους τρεις φίλους.
ΠΕΤΡΟΣ ΤΣΕΡΚΕΖΗΣ
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα
«ΝΥΧΤΕΣ ΜΕ ΤΗ ΡΑΧΗΛ»
Ή «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΛΆΙ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου