Ένα βόλι σφηνωμένο στην καρδιά μας,
ματωμένο, βουλγάρικο βόλι.
Πέρασε πάνω απ’ τον κάμπο με τα στάχυα τα χρυσά,
τα δέντρα τα πανύψηλα,
στάλαξε μαύρο αίμα στου παππού το στήθος το πονεμένο.
Ατέλειωτοι οι λυγμοί εκείνου του φθινόπωρου,
βολές αλάνθαστες στόχευσαν το ριζικό μας.
Τους στήσανε σιμά στις λεύκες και τους πυροβόλησαν.
Εκείνους τους λεβέντες.
Ο ήχος συρτός κι αξημέρωτος,
ο ήχος ο φονικός του θανάτου.
Τους στήσανε την ώρα της θλίψης και τους πυροβόλησαν.
Οι άνανδροι άνομοι του πολέμου.
Το αίμα γλίστρησε σαν φίδι στον κόρφο μας,
μαυροφόρεσε τα δάκρυά μας.
Γεννηθήκαμε με τον πόνο συντροφιά,
χρόνους και χρόνους κρατά το μοιρολόγι μας.
Ένα βόλι μάς έριξε κατάχαμα,
οι ψυχές μας ριζωμένες στον Άδη.
Θλιμμένα τα μάτια του παππού τα μεγάλα,
το αίμα νωπό στο πουκάμισό του.
Ολόρθος ξεψύχησε μέσα στο φως.
Λεβέντης περπατά στις νύχτες μας.
«Μη με ξεχνάτε» μας γνέφει ολοζώντανος.
Άνεμοι σκληροί ορίσαν τις ζωές μας.
Τρέχουμε με λαχτάρα να τον αγκαλιάσουμε,
το αδικοχυμένο αίμα μάς παγώνει.
Το βόλι το φονικό, καρφί στον σταυρό του ήλιου μας,
Στη μνήμη του παππού μου, Βασίλη Παγωνίδη,
που τον σκότωσαν οι Βούλγαροι
τον Σεπτέμβρη του 1941 στον Καλό Αγρό της Δράμας.
Ιωάννα Αθανασιάδου,
ποίημα απ' το βιβλίο ΛΟΓΟΥ ΕΡΓΟΧΕΙΡΑ, εκδόσεις Βεργίνα.
Στη φωτογραφία το μνημείο προς τιμήν των σφαγιασθέντων
στον Καλό Αγρό της Δράμας όπου αναγράφεται
και το όνομα του παππού μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου