Εκείνη τη μέρα συνέλαβαν
όλα τα ρήματα της λαχτάρας
κι αφού τα διαπόμπευσαν
τα οδήγησαν καταμεσής στη μεγάλη πλατεία.
Όρθωσαν έναν ξύλινο σταυρό
και με πρωτοφανή λύσσα κρέμασαν
το "ποθώ" και το "ονειρεύομαι"
στις δύο άκρες του.
Στο κέντρο του σταυρού
με πυρωμένους ήλους κάρφωσαν το "αγαπώ".
Πονάω φώναξε το αγαπώ,
μα κανείς δεν νοιάστηκε.
Γύρω τους μαζεύτηκαν κλαίγοντας οι γλάροι.
Παράξενο...
Τι δουλειά έχουν οι γλάροι στις πλατείες;
Πήρε να νυχτώνει κι άναψαν οι φωτεινές επιγραφές.
Δεξιά ζερβά λαμπύριζαν οι μαρκίζες
και στο κέντρο του σταυρού έκλαιγε το αγαπώ.
Διψάω, ψιθύρισε ... λίγο νερό.
Το πλησίασε κάποιος με ένα καλάμι.
Το έβαλε στο στόμα του και του 'πε να πιει
Χολή και όξος
Γιατί; ρώτησε το αγαπώ. Ποιος είσαι εσύ;
Με λένε προδίδω, είπε και γέλασε.
Δάκρυσε το αγαπώ...
Στην άλλη μεριά της πλατείας
είδε δεμένο σε έναν στύλο το "ελπίζω".
Η νύχτα ερχόταν γοργά κι όμως
31/3/21
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου