Όταν καίγεται η απώλεια, τα χωράφια γίνονται πράσινα... Κτενά Ρούλα.

Εκαίγονταν το σπίτι της
Στέκονταν στητή, ευθυτενής,
αγνοώντας τα ενενήντα έτη που κουβαλούσε.
Έκαμνε τον σταυρό της
ωσάν να στέκοταν μπροστά στην Παναγιά.
Οι φαντάροι την έσπρωχναν,
την λιδωρούσαν μα δεν βαρυγκομούσε.
Παλικαρόπουλα ήτονε που
αντί να είναι με το ταίρι τους αγκαλιά
σε μίαν ακρογιαλιά,έπαιζαν παιχνίδια πολέμου,
πιστεύοντας στα ψέματα που τούς πουλούσαν
πως τάχατες αυτό ήτο το σωστό.
Μικρό το χωριό,
μόνο γέροι και μικρά παιδιά είχαν απομείνει
στα ρημαγμένα σπίτια.
Μα αυτό δεν τους έφτανε..
Τα μάτια τους κενά,σαν πεθαμένα,χάζευαν
τις φλόγες που έτρωγαν τίς σάρκες τών σπιτιών
και τα στόματα ανοιχτά, έχασκαν νομίζοντας
ότι γελούσαν. Σταυροκοπιόταν η γραία
χωρίς σταματημό και μόνο όταν όλα έγιναν
στάχτη, τότε μόνο , έπεσε στα γόνατα
ανοίγοντας τα χέρια στον ουρανό.
Τα μάτια στεγνά, δεν έκλαιγαν,κοιτούσαν
μέσα στα σύννεφα να διακρίνουν το χέρι τού Θεού
που κράταγε την ψυχή της μακριά από τον όλεθρο.
Με έναν τελευταίο στεναγμό, άφησε τα μάταια του κόσμου.
Πίσω της, έχασκαν στόματα ανοιχτά και μάτια κενά
σαν πεθαμένα, ακολουθούσαν την πορεία τού καπνού....
Κτενά Ρούλα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου