Το παλιό νυφικό... Χρύσα Μπαφούτσου.

Η μυρωδιά που αναδύθηκε απ’ το παλιό σεντούκι καθώς άνοιγε αργά αργά απ’ τα τρεμάμενα χέρια της Κύνθιας, χύθηκε στην κάμαρα. Το παλιό μισόκλειστο παράθυρο έκλεισε μονομιάς λες κι ήθελε να κρατήσει εκεί τα παλιά μυστικά. Θόλωσαν τα μελιά της μάτια και ξύπνησε τα ενταφιασμένα της όνειρα στις κυψέλες της μνήμης. Με απαλές κινήσεις χάιδεψε το παλιό νυφικό και τα λεπτά της δάχτυλα στάθηκαν στις πέρλες του μπούστου με την κομψή δαντέλα. Άγγιξε τα ξεραμένα γιασεμιά που κρατούσαν αχνά λίγο απ’ την ευωδία τους.

Με δάκρυα στα μάτια φόρεσε δειλά το δαχτυλίδι του αιώνιου όρκου που έδωσαν μαζί κάτω από μια εαρινή γλυκιά συναστρία. Μα κάποια μάγισσα κακιά ζήλεψε και έμπηξε στην καρδιά της το πιο πικρό βοτάνι…

Αστραπιαία ο νους δίχως ναύλα ταξίδεψε σ’ εκείνο το καλοκαίρι που λουσμένη απ’ του ήλιου το φως χόρευε ξυπόλητη ανάμεσα στις ολάνθιστες τριανταφυλλιές.

Κι εκείνος μαγεμένος αποτύπωνε τις στιγμές, εγκλώβιζε τις δόσεις ζωής που έρρεαν στις καυτές φλέβες της. Το φιλί τους αποτυπώθηκε στον ασημένιο δίσκο του φεγγαριού που γλιστρούσε αθόρυβα στην αγκαλιά του ουρανού.

Ξημέρωνε η μεγάλη μέρα. Η μέρα που το πανέμορφο δαχτυλίδι στο δεξί της χέρι σήμαινε την αφετηρία της κοινής τους ζωής. Μιας ζωής που ονειρευόταν, ποθούσε και ζωγράφιζε στο δικό της μαγικό πλάνο.

Και στο πλάνο της πρωταγωνιστής ο Άγγελός της. Ο ιππότης της, ο άνδρας της, κάπου κάπου ο πατέρας που χάθηκε, ο αδελφός που δεν είχε.

Πόσους ρόλους τού είχε αναθέσει. Κι εκείνος αντάξιος των προσδοκιών της αποζητούσε  το χαμόγελό της. Εκείνο που έσβησε παντοτινά την μέρα του γάμου της. Την ώρα που το νυφικό της έλαμπε σαν ήλιος στο ντελικάτο της σώμα και τα γιασεμιά στόλιζαν τα ξανθά κυματιστά μαλλιά της. Ένα βήμα πριν τη μεγάλη αγκαλιά στη ζωή που απλωνόταν μπρος της. Το φιλί που περίμενε στην εκκλησιά. Και πλάι της εκείνος που ονειρευόταν.

Μια φωνή, ένα γράμμα και μια φωτογραφία. Αρκούν. Και η ζωή σωριάζεται στα πόδια της. Τα όνειρα χάρτινα, παρασύρονται από  άγριες θύελλες. Τα γιασεμιά αγκάθια γίνονται κι αίμα στάζει η καρδιά. Τα λόγια δεν αρκούν να αποτυπώσουν την απώλεια αυτή την αναπάντεχη.

Δυο μήνες μετά κι ενώ το φθινόπωρο έχει αφήσει το στίγμα του εκτός απ’ την καρδιά της και στη φύση, σκέφτεται ένα ταξίδι στο νησί, στην Αμοργό της. Μια βιαστική βαλίτσα, ένα εισιτήριο,  θέση και το ταξίδι ξεκινά…

Στο μυαλό της εκκρεμούν οι παλιές σκέψεις, οι εξηγήσεις που δεν δέχτηκε ποτέ και τα γαλάζια του δακρυσμένα μάτια. Όταν σκαλώσει ο εγωισμός στο νου, συντρίμμια γίνεται η καρδιά. Κι η συντριβή αυτή αφορά και τους αθώους.

Ο ήχος του πλοίου σαν μπήκε στην αγκαλιά του λιμανιού την προσγείωσε απότομα. Στην προκυμαία την υποδέχθηκε ένα κοπάδι γλάρων κι ο φαροφύλακας τη φίλεψε ένα καλάθι ρόδια. Πόσο λαχταρούσε το ταξίδι αυτό να μην ήταν… μοναχικό…

Όμως, οι επιλογές πάντα έχουν το δικό τους βαρύ τίμημα.

Σε λίγο απ’ τα ανοιχτά παράθυρα του παλιού, μα όμορφου αρχοντικού μπήκε άνεμος ανανέωσης, όχι όμως στην ψυχή της.

Αργότερα μια  βόλτα στη θάλασσα και η επίσκεψη στο ψαροκάικο του αγαπημένου της καπετάν Τάσου φώτισαν για λίγο το θλιμμένο της χαμόγελο. Η κατάθεση της ψυχής της έγινε εκεί. Πάνω στην αλμύρα του παλιού καϊκιού. Ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα… εκεί που τους ανταμώνει ο Θεός… Δάκρυα και αλμύρα ταίρι έγιναν. Αυτό που δεν έζησε ποτέ. Ή που δεν θέλησε.

Η επιστροφή στην πόλη έγινε νωρίτερα απ’ ό,τι είχε προγραμματίσει. Η δουλειά στην επιχείρηση του θείου της κυριάρχησε στο πλάνο της ζωής της.

Πέρασαν είκοσι χρόνια γεμάτα πολύωρη δουλειά και μοναξιά που έγινε πιστή φίλη της. Και έφευγαν τα καλοκαίρια. Γλιστρούσαν σαν τη χρυσή άμμο ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά της. Κι οι χαρές κρύβονταν στις σπηλιές της θάλασσας. Και εκείνη αναζητούσε τους χειμώνες. Εκεί ταίριαζε η χιονισμένη της ψυχή. Οι αλήθειες πάντα την έψαχναν απεγνωσμένα. Και το γράμμα που δεν διάβασε ποτέ, θάφτηκε στο σεντούκι μαζί με το δαντελένιο της νυφικό και τα νεανικά όνειρά της.

Τα λόγια του αγαπημένου της παππού  στην Αμοργό ηχούσαν συνεχώς στ’ αυτιά της. Ένα αναθεματισμένο «γιατί» σφήνωσε στους διαδρόμους της λογικής και η καρδιά πάλευε να νικήσει αυτή τη φορά με σύμμαχο τις αλήθειες. Το κάστρο του εγωισμού σαν να έτριζε θαρρείς.

Μόνα τους τα βήματα δίχως εντολή την οδήγησαν στην κλειστή  μπαρωμένη πόρτα της κάμαρας . Το σκουριασμένο κλειδί αντιστεκόταν. Κι ο χρόνος σύμμαχος της αλήθειας και της αγάπης που χάθηκε ξαφνικά τότε που μια μάγισσα κακιά έμπηξε στην καρδιά της το πικρό βοτάνι του χωρισμού.

Το σεντούκι άνοιξε, το δαντελένιο νυφικό γλίστρησε απαλά απ’ τα χέρια της στο ξύλινο πάτωμα και το παλιό γράμμα έπεσε στα πόδια της. Έτρεμε ολόκληρη. Το σώμα της, η ψυχή της, η πληγωμένη της καρδιά… Τα όνειρα ζητούσαν εξιλέωση. Διάβασε αργά τις λέξεις που έσταζαν αγάπη με πόνο. Εξηγούσε πως ήταν αθώος και όλα ήταν μια σκευωρία της πρώην αγαπημένης του.

Οι λεπτές ρυτίδες στο πρόσωπό της σαν να βάθυναν ξαφνικά κι η καρδιά της πόνεσε τόσο. Πόσο δίκιο είχε… κατάλαβε το τραγικό της λάθος, την  ευκαιρία που δεν του έδωσε ποτέ, αφού ο εγωισμός της σκάλωσε στο νου. Τα δάκρυα πότισαν το πανέμορφο νυφικό της που ασυναίσθητα ξαναφόρεσε.

Έλυσε τα μαλλιά της φόρεσε το δαχτυλίδι και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Έκλεισε απαλά τα μάτια και τον ονειρεύτηκε πλάι της.

Ξαφνικά άκουσε βήματα αργά να ανεβαίνουν την ξύλινη σκάλα. Η αδρεναλίνη της χτύπησε κόκκινο. Σε λίγο μια αρρενωπή φιγούρα στεκόταν στο κατώφλι.

Κύνθια, ψέλλισε

Της άπλωσε το χέρι. Σαν μαγεμένη το κράτησε τρυφερά. Δεν μπορεί. Ονειρεύομαι, σκέφτηκε. Ο Άγγελος ήταν εκεί. Ο δικός της άγγελος. Αυτός που πάντα μέσα της περίμενε. Λες και της το χρωστούσε η ζωή. Κι η μοίρα. Ένα καυτό ατέλειωτο φιλί επιβεβαίωσε την παρουσία του. Όλη η χαμένη αγάπη χύθηκε στην κάμαρα… εκεί που κρύφτηκαν τα όνειρα. Και ξαναμοσχομύρισαν τα γιασεμιά στα κυματιστά μαλλιά της. Τα γαλάζια του μάτια έγιναν θάλασσες και εκείνη παραδόθηκε μέσα τους… στο δικό τους μαγικό ταξίδι…

Ναι, της το χρωστούσε η ζωή!

 

ΧΡΥΣΑ ΜΠΑΦΟΥΤΣΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου