Τα μάτια στέγνωσαν τα δάκρυα
τελείωσαν τα διαμάντια της λύπης
Η πίκρα στάθηκε στα χείλη
σε έναν μόνιμο μορφασμό πόνου
το σώμα ανυπεράσπιστο θρηνεί
της πληγές του χαμού
Σε χάνω στρατιώτη της αληθειας
φεύγει συχνά η λάμψη σου πια
πασχίζω μια κραυγη
να μείνει στο στόμα
αγωνία σταλάζουν
τα βλέμματα απόγνωσης
Θέλεις την αποδοχή
στην σφαγή του αμνού
Θυσιάζοντας την αγνή φύση
να κλέψεις την ανοχή μου
σκοτάδι πυκνό κύκλωσε το φως
Όσο πυκνώνει τόσο ζαρώνω
με σιχασιά τρέχω μακριά
μην με αγγίξει το έρεβος
μυρίζεις θειάφι και θάνατο
ζωγραφιές και αίμα
κρύβει στην κάπα σου
μετά θυμάμαι είναι η ψυχή σου
αυτή που φορά την κάπα
αυτή η πληγή αναβλιζει ανοιχτή
όλες του κόσμου σε μια λογαριάζεται
ξαπλώνω στην γη παραδομένη
Ύστατη επίκληση στο φως
Μάτια με ψάχνουν σαστισμένα
άπλωσε την ψυχή σου
στον ήλιο να θρέψει λέω
Μάνα γη , υδάτινη
δώσε μου υπόσταση
γιάτρεψε το ματωμένο μου φεγγάρι
Απλωνω τα χέρια στην σκόνη
γίνομαι ένα με το όλο
τα άκρα γίνονται φτερά
κι αγκαλιάζουν την Σελήνη
σφιχτά πιασμένοι κλαίμε
πότε το φάρμακο , πότε τον πόνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου