Φοβάμαι τον θάνατο... Εύα Λόλιου.

''Φοβάμαι τον θάνατο..'' μου είπε μια ημέρα κλαίγοντας η μικρή μου αδελφή. Κι εγώ πέθανα για να της στείλω ένα γράμμα απ' τον παράδεισο.
-------------
Αγαπημένη μου ψυχή, αυτή τη στιγμή αγγίζω μ’ ένα μου φιλί τη μικρή λακκούβα απ’ το αχνό σου γελάκι, το φέγγος της καρδιάς που λάμπει στα μάτια σου κι είναι έτοιμα να δακρύσουν.
Μικρή κι άτακτη Μαρία, γνωρίζω πως ανακάλυψες ακόμη μια φορά το ημερολόγιο, βρίσκοντας το θάρρος να σηκώσεις την πέτρα που εστιαζόταν ο μεγαλύτερος φόβος σου, η σαρανταποδαρούσα των κακών σου ονείρων..
Πρέπει να σε συγχαρώ για την τόλμη μα και για τη μεγάλη σου πίστη πως θα σκαρφιζόμουν το λαγούμι που κρύβει ο ήλιος το χρυσάφι του, κλέβοντας μια μικρή αχτίδα φωτός απ’ το σκοτάδι για να δεις την ομορφιά του..
Ακόμη, ακόμη και κάτι πολύ ασήμαντο μα και συνηθισμένο για όλους τους ανθρώπους όταν μεγαλώνουν, πως να περνούν οι νύχτες, μα για σένα αγαπημένη μου κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό..
Ξάπλωσα που λες μικρή μου ανάμεσα στα σκουλήκια και πίστεψα ο ανόητος πως θα ’σχοληθούν μαζί μου, έρποντας πάνω στο στέρνο, γλείφοντας με τις μικρές τους γλώσσες τα χείλη, τα αυτιά και τα μάτια μου.
Βλέπεις με είχες πείσει για τον βαρύ θάνατο και για μια στιγμή αισθάνθηκα την ματαιότητα να ξημερώνει.. Και πως ακόμη οι γονείς μας βρίσκονταν στις κοιλιές αυτών των υποχθόνιων σκοτεινών πλασμάτων..
Μα προς μεγάλη μου έκπληξη με αγνόησαν και συνέχισαν το έργο τους σε αυτόν τον κόσμο που μάλλον ήταν πολύ πιο σημαντικό απ’ το να γευματίσουν τρώγοντας εμένα..
(Μάλιστα είδα και τον μεγαλύτερο εφιάλτη σου και ομολογώ ότι ηγούνταν στην ομάδα λόγω των πολλών ποδιών που του χάρισε απλόχερα η φύση..)
Παρά τι λες να έφτιαχναν Μαρία μου; Παράθυρα, πολλά παράθυρα να ξεχειλίζει το φως στα σκοτεινά τους δώματα! Νησιά, πολλά νησιά διέκρινα στον ορίζοντα, μέσα απ’ τις γρίλιες, όμοια μ’ εκείνα του παραδείσου!
Ένιωσα τ’ αμυδρά δαγκώματα του ήλιου στους αστραγάλους μου και μούδιασα ολόκληρος από ευτυχία..
Έξω ήταν μια υπέροχη ανοιξιάτικη ημέρα, άκουγα τον αγέρα γλυκό να τραμπαλίζει τα κλαριά απ’ τις ανθισμένες κερασιές που έφτανε έως χαμηλά στη πλαγιά, την θάλασσα με τους παφλασμούς των κυμάτων της...
Με αγάπη, ο νεκρός αδελφός σου..
-------------
Εύα Λόλιου - πνευματικά δικαιώματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου