Πώς να ξεχάσω την ώρα που σε γνώρισα,
που την στιγμή εκείνη απόρησα,
μέρα των γενεθλίων των δικών μου όρισα.
Η ο ομορφιά σου ήταν τόση,
μια ομορφιά ποτέ που δεν την είχα ξαναδεί.
Ομορφιά και χάρη όση,
χρειάζεται η πλάση όλη να μπορεί να ζει.
Η όψη σου αθώα και αγνή.
μ’ ένα χαμόγελο γλυκό,
φερμένο από χρόνο αλλοτινό.
Όψη πεποικιλμένη πλουμιστή,
βγαλμένη από κρύσταλλο βιτρό,
και απ’ του Ρέμπραν πίνακα ρετρό.
Κόρη με χάρη τόσο λυγερή,
σου είπα πως βαθειά μες την ψυχή,
είχα για χρόνια αγιάτρευτη πληγή,
που σε κανένα δεν την είχα ξομολογηθεί.
Έγειρες δίπλα μου συγκινημένη,
έδειξες λίγο λυπημένη,
και μου είπες με φωνή ευλογημένη.
Δεν θέλω μάτια μου πια να πονάς,
μονάχα θέλω να με αγαπάς.
Ενώσαμε τα χείλη μας σ’ ένα φιλί,
που θα θυμάμαι εσαεί,
φιλί βάλσαμο γιατρειά,
γι αυτό που ένοιωθε η καρδιά.
Πώς να ξεχάσω την ώρα που σε γνώρισα,
και στην ζωή μου καλωσόρισα,
αυτό που έρωτα λένε πολλοί,
νόημα αποκτά η διαδρομή.
Τι χάδι βελουδένιο ήταν αυτό,
και το φιλί γεύση από ροδιάς χυμό.
Η αγκαλιά σου του Νώε κιβωτός,
τα λόγια σου του Λοτ ο στεναγμός.
Και η χαρά είναι πολύ μεγάλη,
που λες θα ξανανιώσω έτσι πάλι;
Ήθελα να τρέξω μακριά,
για να φωνάξω δυνατά.
Μάθετε νιες γερόντοι και παιδιά,
μου ‘πε κι εκείνη πως με αγαπά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου