Ρώτησα κάποτε μικρό κι αγνό παιδί,
πως νοιώθει να μου μαρτυρήσει την χαρά.
Αθώα γέλασε, σκύψε μου είπε μου ‘δωσε φιλί,
κι έτρεξε να κρυφτεί, στης μάνας του την αγκαλιά.
Μου ‘γνεψε τότε αυστηρά, κοντά του να ζυγώσω.
άπλωσε το χεράκι του, μου πρόσφερε κρίνου ανθό.
Κρατούσε χελιδόνι, αν το μπορώ με ρώτησε να νοιώσω
πως μέσα απ’ το γλυκό τραγούδισμα, μου λέγει σ’ αγαπώ.
Διψάς ξένε φαντάζομαι, και μου ‘δωκε νερό να πιω,
μήπως σκέφτηκε να πεινώ, μου ‘φερε και ψωμί ζεστό.
Τρύπωσε σε καλύβα διπλανή, με ξύλινα γύρισε σπαθιά,
θέλεις μού ‘πε να παίξουμε, ποιος μπορεί να δούμε να νικά.
Τώρα νοιώθω χαρούμενος άγνωστε φίλε μου καλέ,
που πιο καλά αισθάνεσαι, κι είμαι κι εγώ λόγος γι αυτό.
Αν τώρα ξέρεις κι έμαθες, αυτό που ρώτησες εμέ,
στα μέρη σου τράβα ξανά, ανθρώπους ψάξε με παιδιού καρδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου