Η τελευταία πράξη... Χρύσα Θυμιοπούλου.

Είναι σκοτάδι και το σούρουπο γλυκοαγκαλιάζει θύμησες και ενοχές, η Μπερνάρντα βρίσκεται λίγα μέτρα από την πίσω πλευρά του σπιτιού της, πάνω από το μνήμα της κόρης της, καλπάζοντας πότε στον ωκεανό της σιωπής και πότε στα παγερά της μοιρολόγια.
-Μπερνάρντα: Κόρη μου, όλοι μου λένε πως είμαι σκληρή, μα τον καημό που 'χω μέσα στην καρδιά ούτε σκυλί δεν τον πλησιάζει για να μου δώσει ένα κομμάτι παρηγοριά.
Κρεμάστηκε το πένθος μας από την απουσία της ομορφιάς σου κι από το σούσουρο της νιότης σου...
Ποιο μοιρολόι να σου πω και πιο μαντάτο, οι αδερφάδες σου εχάθηκαν στης ερημιάς το δάσος...
Κι όμως δεν είχα άλλη επιλογή έπρεπε να τον σκοτώσω, να μείνει της οικογένειας μας η ηθική πάνλευκη σαν το χιόνι.
(Ένας θόρυβος τρόμαξε για μία στιγμή την Μπερνάρντα καθώς κάτι σαν βήματα ακούστηκαν από την άλλη άκρη του μονοπατιού).
-Μπερνάρντα: Ποιος είναι;
(Αμείλικτη και αγέρωχη σηκώνεται όρθια πάνω από το μνήμα της κόρης της και χτυπάει τρεις φορές την μαγκούρα κραυγάζοντας).
-Μπερνάρντα: Αν είσαι φίλος κόπιασε λουλούδι στην νεκρή ν' αφήσεις, μα αν είσαι εχθρός σκέψου το βήμα σου εμπρός μου μην ξεμυτήσεις.(και έβγαλε ένα πιστόλι μέσα από την κάπα της σημαδεύοντας το άγνωστο).
Το σούρουπο έδινε την σκυτάλη του στο σκοτάδι και το φεγγάρι είχε νύχτες να φανεί από τότε που η όμορφη Αδέλλα τριγυρνούσε αμέριμνη στον έρωτα του Πέπε...
Και ξαφνικά η Μαρία Χοσέφα φορώντας ένα κόκκινο δαντελένιο φόρεμα με ξέπλεκα τα μαλλιά της, ξεπήδησε μέσα από τον θάμνο και άρχισε να τρέχει γύρω, γύρω από την Μπερνάντα λέγοντας της...
-Μαρία Χοσέφα: Ο δολοφόνος ζυγώνει πάντα γύρω από το θύμα του και του δικαιολογείται αντί να το ζητάει συγνώμη, μα θα 'ρθει και η δική σου η σειρά και κείνος στον έρωτα του θα σε σκλαβώσει...
-Μπερνάντα: Τι δουλειά έχεις εδώ μητέρα, πως βγήκες από το δωμάτιο σου και σε παρακαλώ σώπαινε τι είναι αυτά που λες;
-Μαρία Χοσέφα:(κοιτάζοντας μια τον ουρανό και μια την γη μοιρολογούσε) Που 'σαι αγγελούδι μου, που είσαι παιδί μου, το χώμα σε εσκέπασε και χάθηκε η πνοή μου.
(Απευθυνόμενη προς την Μπερνάντα)
Δεν της έκανες καλό μνήμα, δεν είναι της τάξεως μας αυτός ο τάφος, έτσι θα έλεγες υπό άλλες συνθήκες, είναι ή δεν είναι έτσι;
-Μπερνάντα: Μητέρα σε παρακαλώ δεν ξέρεις τι λες, αυτός δεν είναι τάφος δικός μας, πιο πέρα είναι του γαμπρού σου το μνήμα, εδώ στάθηκα τυχαία καθώς γύριζα για το σπίτι πριν πεταχτείς σαν άγριο ζώο μέσα στην νύχτα.
Η Μαρία Χοσέφα έπεσε στα γόνατα και άρχισε να σκάβει μανιωδώς με τα νύχια της το χώμα της γης μονολογώντας την πικρή αλήθεια κάνοντας την κόρη της να κλείνει τα αυτιά της για να μην ξεριζωθεί η άσπλαχνη καρδιά της.
-Μπερνάντα: Πάψε, πάψε δεν αντέχω άλλο μη με αναγκάσεις...
-Μαρία Χοσέφα: Τι θα σκοτώσεις και μένα; (ειρωνικό γέλιο), τι ρωτάω είσαι ικανή για όλα, ανάθεμα την ώρα που βγήκες απ' τα σπλάχνα μου.
Εσύ τον αγαπούσες πιότερο από όλες, σε είχα καταλάβει, εσύ κραύγαζες μέσα από την βοή της σάρκας σου κάθε χαραυγή, σαν τον πεθυμούσες να'ρθει στο κρεβάτι σου. Πύρινη λάβα σου έκαιγε τα σωθικά σαν ήξερες ότι θα παντρευτεί την Αγκούστιας, αλλά το πάθος έδεσε την μητρική σου λογική και όπλισε το χέρι σου να σκοτώσει εκείνον που μαζί του παρέσυρε και τη μονάκριβη την πιο όμορφη από όλες την γλυκιά μου Αδέλλα.
Και τώρα γιατί στέκεσαι εδώ για να της κάνεις επικήδειο ή για να της πεις έστω και τώρα πως ο αγαπημένος της ζει, γιατί εσύ αστόχησες, αλλά η καταραμένη η Μαρτύριο της ξεφούρνισε το ψέμα που την έκανε να αισθανθεί την πλάνη του θανάτου του και εκείνη κρεμάστηκε για την αγάπη και τον έρωτα τους...
(Η Μπερνάντα σκύβει και πάει να αγκαλιάσει την Μαρία Χοσέφα που έχει γίνει ένα με τις λάσπες, καθώς η βροχή άρχισε να ρέει στην αλήθεια της ζωής).
-Μπερνάντα: Έλα πάμε να φύγουμε και σου υπόσχομαι ότι θα παντρευτείς μέσα στην αμμουδιά του ονείρου, έτσι όπως μου το είχες ζητήσει, θα σου βρω τον πιο όμορφο τον πιο νέο και θα σε αφήσω ελεύθερη να παντρευτείς ξανά, σε εκλιπαρώ όμως μητέρα πάψε να λες τα λόγια αυτά.
-Μαρία Χοσέφα: Μη μ' αγγίζεις, πρέπει να ανοίξω τον τάφο όσο πιο γρήγορα γίνεται πριν το φως της ημέρας δει την ντροπή μας.
Στάσου πιο πέρα και γδύσου, μείνε μόνο με το μεσοφόρι, τι με κοιτάς γδύσου είπα.
(Γυρνώντας το βλέμμα της προς το μνήμα).
Σώπασε γλυκιά μου εγώ είμαι εδώ για σένα, θα 'ρθει η στιγμή που θα ξαναδείς το φως του ήλιου, δεν θα μείνεις για πολύ εκεί μέσα, σώπασε και τα πουλιά θα σου κελαηδήσουν ξανά τον έρωτα της ζωής και σε εκείνον θα σε οδηγήσουν με το στεφάνι της αυγής θα σε ροδοστολίσουν...
Σήμερα θα γίνει η εκταφή της Αδέλλας κι οι καμπάνες θα χτυπήσουν τρεις φορές μαθαίνοντας όλοι στο χωριό πως η κόρη σου δεν έμοιασε σε σένα και παντρεύτηκε τον έρωτα πριν σφαλίσουν τα μάτια της απ' τ' άδικο χέρι σου...
Κοίτα ξεπροβάλλει το γαλαζοπράσινο φόρεμα της, τελικά δεν την έντυσες στα λευκά κι όμως εκείνη άνθη θα σου φέρει και μυρωδικά...
-Μπερνάρντα: Μητέρα, ξέρω πως ο χαμός της σου ξερίζωσε τα σωθικά, μα ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου, έπρεπε να σώσω την τιμή της οικογενείας, αλήθεια σου λέω όμως ότι δεν ήξερα την κατάληξη και πενθώ μέσα μου για αυτό, μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι για να τα αλλάξω όλα, μα βλέπεις η ζωή έχει άλλο δρόμο που βαδίζει κι άλλη πυξίδα μέσα στη φουρτούνα της, χαράζοντας τις ζωές των ανθρώπων κατά πως εκείνη ξέρει.
Κάνε στην άκρη να σκεπάσουμε το αγγελούδι μας και πάμε στο γονικό μας να το μοιρολογίσουμε.
(Εκείνη χωρίς να της ρίξει ένα βλέμμα συνέχισε να σκάβει μέχρι που έβγαλε στον αφρό της γης το άψυχο κορμί της αγαπημένης της εγγονής).
-Μαρία Χοσέφα: Σου είπα να βγάλεις τα ρούχα σου και να μείνεις με το μεσοφόρι, επιτέλους κάνε μια φορά έστω και τελευταία αυτό που σου λέει η μητέρα σου.
(Η Μπερνάρντα άρχισε να ξεκουμπώνει την κάπα της κοιτάζοντας σαν κρύος ιδρώτας την νεκρή Αδέλλα, προσπαθώντας μέσα της να μην την αγγίξει ο πόνος του εγκλήματος και το χάδι της ενοχής, ώσπου έμεινε με το μεσοφόρι όπως της είχε πει η μητέρα της γυρνώντας την πλάτη της στην αλήθεια του πένθους).
-Μαρία Χοσέφα: Η ομορφιά των λουλουδιών και τ'άστρο του σκοταδιού γέρνουν στο πλάι σου παιδί μου και καρτερούν με δάδες της ανατολής το χάδι της φωνής σου...
Άνοιξε τα μάτια σου και την εύσπλαχνη αγκαλιά σου, πάρε με στο κύμα της αυγής να 'ρθω και εγώ κοντά σου...
Ξύπνα αγγελούδι μου και κοίτα την σκιά του, ήρθε ο αγαπημένος σου και στέκει εδώ κοντά σου.
Μην νοιάζεσαι για τον χάρο που είναι στο προσκέφαλο σου, εκείνη τώρα θα ντυθεί τη γη και δεν θα 'ναι πια εχθρός σου.
Η Μπερνάρντα γυρνάει απότομα προς το μέρος της μητέρας της και με παγερή φωνή της κράζει πως η Αδέλλα αυτοκτόνησε για έναν κοπρίτη, για έναν μορφονιό που έταζε αγάπες και λουλούδια σε όλες τις γυναίκες του χωριού και μόλυνε με το μίασμα του το σπίτι τους και την οικογένεια τους.
-Μπερνάντα: Αφού τώρα έμαθες την αλήθεια, βάλτην ξανά μέσα γρήγορα, πάρε και το φτυάρι και σκέπασε την με το χώμα, να πάει και να μην ξανάρθει, αυτή ήταν η απόφαση μου και αυτή έγινε, τι να κάνω μια μάνα με δέκα θηλυκά και μια παλιόγρια σαν και σένα που έχει χάσει τα λογικά της, μάθε λοιπόν πως το αγγελούδι σου ρεζίλεψε την τιμή της οικογενείας μας και κυλιότανε μέσα στον βούρκο του έρωτα.
-Μαρία Χοσέφα: Και εσύ είπες να βάψεις τα χέρια σου με αίμα και να μη μάθει το χωριό την πάσα αλήθεια, παρά μόνο ότι πέθανε παρθένα, κατάλαβα κόρη μου, κατάλαβα πως όταν θίγεται η τιμή θα πρέπει κάποιος να επιλέξει ανάμεσα στο να ζει αιώνια σκλαβωμένος στα όνειρα του ή τον θάνατο, αλλά εσύ είπες να αλλάξεις το σενάριο της ζωής και να δώσεις το δικό σου τέλος, μα ένα πράγμα δεν κατάλαβες πως όταν έσκαβες τον λάκκο της, εγώ άνοιγα τον δικό σου και με μία απότομη κίνηση η Μαρία Χοσέφα έπιασε το φτυάρι και με όση δύναμη είχαν τα γέρικα χέρια της το πέταξε πάνω στην Μπερνάρντα ανοίγοντας μία βαθιά πληγή στο κεφάλι της και όντας αιμορροούσα, εκείνη έχασε τις αισθήσεις της και έπεσε μέσα στον τάφο της κόρης της.
Χωρίς δεύτερη σκέψη η Μαρία Χοσέφα άρχισε γρήγορα να κλείνει τον τάφο αφήνοντας το χώμα να ρέει σαν δικαστήριο πάνω στο άψυχο σώμα της Μπερνάρντα.
(Μέσα σ' ένα παραλήρημα τρέλας και λογικής η Μαρία Χοσέφα άρχισε να μονολογεί κι όλο έθαβε την κόρη της πιο βαθιά).
-Μαρία Χοσέφα: Να πάρει, ο ήλιος αρχίζει και χαράζει την εμφάνιση του, πρέπει να τελειώνω γρήγορα με το μνήμα και να πάρω αγκαλιά την αγαπημένη μου, να την ζεστάνω με τα φιλιά μου και να της χτενίσω σιγά-σιγά τα ολόμαυρα μαλλιά της...
8/6/2021
Νομικά κατοχυρωμένο
Μια δική μου συγγραφική συστολή αγγίζοντας ως τελευταία πράξη του έργου, μεταξύ κόρης και μητέρας, αλήθειας και ανατροπής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου