Ήταν μια ημέρα λιόλουστη αν κι ο βοριάς φύσαγε στις κορυφές
του Πηλίου και χιόνιζε. Χτένιζε ο ήλιος τις παγωμένες σκεπές
με τις ακτίνες του, χτένιζε και τα φτερά των πουλιών
να βάλει την γλυκιά αυγούλα στη πουπουλένια ψυχή τους.
Πέταξε ένα περιστέρι που 'λθε να σταθεί στην καμπάνα
κι ένας σπίνος ακόμη μπροστά απ' έναν μπεκρή και πίσω
από δυο κακομοίρηδες. Θαρρείς πως περίμενε και δαύτο
στη σειρά για να πάρει το δέμα των απόρων απ' την εκκλησιά
'κείνα τα Χριστούγεννα.
Με κοίταξε ο Παναγής σχεδόν γρυλίζοντας που είδε το πουλί
κι έκανε ένα χωρατό τιποτένιο και ψυχρό, την αλήθεια να λέμε,
αλλά τέλος πάντων αχνογέλασα μην τον κακοκαρδίσω μέρα
που ήταν.''Να του γυρέψουμε τον λόγο του βουτηχτή,
μαύρα χαράματα φτάσαμε και ξωπίσω μας ήσαν ο μπεκρής,
μπρος μας οι δυο Σμυρνιές κι άλλοι τρεις Αλβανοί,
σύνολο οχτώ στα σκαλιά. Πότε πρόκαμε μωρέ ο ψωμοζήτης
και πήρε μπροστάρικη θέση;''
''Με τα φτερά του Παναγή'', απάντησα , ''με τα φτερά του..'',
κατεβάζοντας τα μάτια μου στη γη σαν από ενοχή..
Κι ύστερα έδωσε μια δυο κλωτσιές στον αγέρα τρομάζοντας
τον φτερωτό φίλο μας που πέταξε για λίγο ψηλά κι έπειτα
κάθισε στο παγκάκι, ανάμεσα σε τρία παιδιά των ρομά
που μάλωναν για μια φέτα ψωμί.
Θαύμαζε το βλέμμα μου την ανεμελιά του πουλιού και πως
ράμφιζε απ' την μάχη τα σκορπισμένα ψίχουλα στο χώμα,
δυο τρία χορτάρια που ψήλωναν ανάμεσα στις πέτρες για να
φτάσουν τον ήλιο, όταν ξεκίνησε ένας καβγάς
άνευ προηγουμένου.
Ενώπιον του Παναγή άξαφνα βρέθηκε ένας ψηλόχοντρος
γύφτος, μπρος του δυο Σμυρνιές και τρεις Αλβανοί, σύνολο
έξι λίγο πριν το κατώφλι της εκκλησιάς που ήταν στοιβαγμένα
τα παραγεμισμένα δέματα..
Μάλιστα παρατήρησα πως αυτό που σήκωνε όλο το βάρος
της Χριστουγεννιάτικης πρόνοιας είχε σκιστεί στα πλευρά του
και μέσα απ' το κίτρινο χαρτόνι ξεχείλιζαν τα μαύρα μαλλιά
μιας κούκλας. Κι ήθελε η κορούλα μου μια φωτεινή με μπούκλες,
τι ατυχία σκεφτόμουν, όταν ξάφνου να τος κάτω ο Παναγής
κι από πάνω του ο γύφτος σαν μανιασμένη αρκούδα να λυσσάει!
Να 'μαι κι εγώ απάνω στο γύφτο, να τες οι Σμυρνιές ψηλά
σε μένα και πάνω από δαύτες Αλβανοί, Βούλγαροι και Σύριοι
που πήδηξαν απ' την πίσω ουρά!
Κι έτσι λοιπόν που 'μουν βασανισμένος απ' όλο το βάρος
του ντουνιά καταγής, είδα τον Θεό να ελεεί
το σπουργίτι στη κορυφή..
Και κείνο ήρεμο λες και δεν είμαστε σε πόλεμο να φτερουγίζει
χαρμόσυνα στη ξεροκεφαλή του Παναή..
Κάτω απ' τον πεισματάρη φίλο μου βρίσκονταν ο αρκουδόγυφτος
γαντζωμένος στη γαϊδούρα , στα πισωκάπουλα της κάθονταν
άλλοι λαοί.. Κι ήταν χαμηλά στο πάτο που ξεχείλισαν οι σκισμές
των ματιών μου γλυκόπικρα τα δάκρυα..
Για την αμνηστία του πουλιού έκλαιγα και πως ακόμη ράμφιζε
τις γαλανές κορδέλες στο πιο ψηλό δέμα..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου