Φώλιασε ήλιε στ' άχαρο, το μαύρο κύμα πάνω
ταξίδι σ' άμμο του θα βρεις απέθαντο ναυάγιο,
φύσηξε τα κατάρτια του που είναι βυθισμένα
κι άνοιξε στ' αμπάρια του λόγια που 'ναι κρυμμένα..
Γλάρους σαν θες συγκάλεσε στην όμορφη λιακάδα
ώμους δεν έχω φτερωτούς, με πλήγωσε η αντάρα,
πως του θεού εξέφυγε η δυνατή κραυγή μου
την ώρα που λαβώθηκε η αγαθή ψυχή μου;
Συμπόνεσε στα άλμπουρα άτυχη την καρδιά μου
περήφανος με κοίταξες στα πρώτα βήματά μου,
θυμήσου πως ασπάστηκα το χώμα που πατούσες
και μου 'δειξες τα πλευρικά της βάρκας που μυούσες.
Όταν ξεδίπλωνε ο κορμός τα πρότερα βλαστάρια
άγια ελίτσα του αγρού στα όμορφα κλωνάρια,
θαρρείς κι ο κόσμος θα 'τανε για μένα το λιοπύρι
ν' ανάβεις ήλιε μου λαμπρέ για Κείνη το καντήλι.
Κι αντί να δώσω την ζωή στης Παναγιάς την πλώρη
πέρασε αντίκρυ μου κείνη την στιγμή το δύσμοιρο βαπόρι,
ναύτες με εκτιμήσανε, τρικάταρτο καράβι να με δέσουν
και τα δοκάρια μου ψηλά στον ουρανό να πλεύσουν..
Είχε ξυπνήσει ο θεός, την θάλασσα κοιτούσε
μετά της μάνας του σκαρί στην ψάμαθο ζητούσε
κι είδε την πλώρη της ψηλά σκισμένη σε κομμάτια
στα μάτια του τρυπώσανε τα σουβλερά κατάρτια..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου