Πως από εκεί μακριά που πέταξες,
μπορείς επίμονα να με κοιτάς,
ενώ τα μάτια τούτα τα όμορφα,
σαν σιδερόφραχτο κελί κλειστά κρατάς.
Το ξέρω μέσα μου το νοιώθω,
διαρκώς εμένα θέλεις να θωρείς,
και στην ψυχή που πάντα αγαπούσες,
πόνο βαρύ θες να ‘ξομολογηθείς.
Δεν ξέρω αυτό πως γίνετε,
χωρίς σταματημό να μου μιλάς,
αφού τα χείλη σου τα όμορφα σφαλίσανε,
δεν παιχνιδίζουνε μα ούτε τα κινάς.
ενώ τα μάτια τούτα τα όμορφα,
σαν σιδερόφραχτο κελί κλειστά κρατάς.
Το ξέρω μέσα μου το νοιώθω,
διαρκώς εμένα θέλεις να θωρείς,
και στην ψυχή που πάντα αγαπούσες,
πόνο βαρύ θες να ‘ξομολογηθείς.
Δεν ξέρω αυτό πως γίνετε,
χωρίς σταματημό να μου μιλάς,
αφού τα χείλη σου τα όμορφα σφαλίσανε,
δεν παιχνιδίζουνε μα ούτε τα κινάς.
Το νοιώθω πως καημό μεγάλο έχεις,
κάτι βαρύ βαστάς και θες να μου το πεις,
ορμήνιες που προφήτες ξεστομίσανε,
και τόσα είπαν για το νόημα της ζωής.
Χαίρομαι που την στερνή τούτη την ώρα,
όμορφα και τρυφερά γελάς,
κι ας μην μπορούν οι άλλοι να το δουν,
μια και καθόλου δεν χαμογελάς.
Γιατί ταράζεσαι και ξαφνικά θεριεύεις,
σε ποιους άγνωστους τόπους ταξιδεύει η ψυχή,
ποιο είναι το μαντάτο εκείνο το τρανό,
με μένα ναι που θέλει να το μοιραστεί.
Ξέρω πως τώρα μακριά μου είσαι,
να σε χαϊδέψω δεν μπορώ μήτε να σ’ αγκαλιάσω,
στο πέτρινο τούτο το στρώμα δεν μπορώ να πέσω,
δίπλα σου φρουρός άγρυπνος να πλαγιάσω.
Στο αυτί σου σ’ αγαπώ θέλω να ψιθυρίσω,
το χέρι σου ανυπόμονα ξανά να πιάσω,
να με τραβήξεις πάνω εκεί να ‘ρθώ μαζί σου,
τα βάσανα κοντά σου όλα να ξεχάσω.
Το φως με το σκοτάδι σμίξανε,
σφιχταγκαλιάστηκε το δειλινό μαζί κι η χαραυγή,
κρύφτηκε μεσ’ τα σύννεφα ο Αυγερινός,
δεν θέλει πια την Πούλια του να ξαναδεί.
Τα γιασεμιά κι όλα τα φιόρα μαραθήκανε,
δεν θέλουνε ξανά οι μενεξέδες ν’ ανθίσουν,
κι οι τριανταφυλλιές που ‘χουν τα ρόδα ανοιχτά,
αρνούνται αγιασμένα να μοσχοβολήσουν.
Τα’ αηδόνια απόψε δεν τραγούδησαν,
Βουβά μείνανε μέσα στην φωλιά.
Τα καναρίνια λέξη δεν ψιθύρισαν,
κι αυτά κλαιν για την ώρα την κακιά.
Ουρλιάζουνε και κλαιν ολονυχτίς
οι σκύλοι σου που τόσο αγαπούσες.
Προσμένουνε την ώρα να φανείς,
που γύρναγες και πάντα τους μιλούσες.
Δώρο μονάκριβο κι αγαπημένο,
κι αληθινό νόημα της ζωής μου,
γιατί λυπητερά με σεργιανάς χλωμός,
αστραφτερό ζαφείρι της ψυχής μου,
Εσύ του καντηλιού μου άσβεστη φωτιά,
λέξεις και λόγια πονεμένα και λυπητερά,
που έλεγα σαν προσευχόμουνα στην Παναγιά.
Που σκόρπιζες μ’ ένα σου λόγο,
κάθε ωδίνης τα δεσμά.
Του Αυγούστου χρυσαφένιο ολόγιομο φεγγάρι,
γιατί μ’ άφησες να περπατώ μονάχη μου στα σκοτεινά;
Τον δρόμο πως θα τον διαβώ,
ποιος απ’ το χέρι θα με πάρει,
να ‘ρθω να σ’ ανταμώσω,
να μερώσουν της ψυχής τα σωθικά.
Γιατί βιάστηκες τόσο πολύ καρδιά μου,
τον κόσμο ετούτο ορφανό και άχαρο ν’ αφήσεις,
ποια κόρη όμορφη, σε ποια ουράνια αλώνια,
σε μάγεψε τόσο πολύ, και πήγες να την συναντήσεις.
Σαν πριγκιπόπουλο σ’ ανέθρεψα,
μ’ αρχές αρχαίες ένδοξες, αξίες κι ηθική,
γι αυτό και σου ζητώ καλός να είσαι,
σαν έρθει εκείνη η ώρα η ξεχωριστή.
Περήφανη πολύ θα ‘θελα να με κάνεις,
χαρούμενη και να γελά αληθινά η ψυχή,
να καμαρώνω η δόλια από μακριά κι εγώ,
όταν το αγόρι μου στο σπιτικό τους μπει.
Με ακριβή και όμορφη, χρυσή μεταξωτή κλωστή,
σου έπλεξα άστρο μου με σταυροβελονιά.
Στεφάνι από δαντέλα, μες τα μαλλιά της να σταθεί ,
να της χαρίσει αγγελική και ξέχωρη ομορφιά.
Όταν στα χέρια σου τα δυνατά την πάρεις,
και πάνω σου την σφίξεις, στον πρώτο τον χορό,
ψιθυριστά με πάθος στο αυτί να της το πεις,
γλυκιά ερωμένη, μάννα και κυρά μου σ’ αγαπώ.
Μαντήλι σπλάχνο μου σου ‘χω στη τσέπη σου στο στέρνο,
τον κόπο σου σαν χρειαστεί να τον σκουπίσεις,
μα αν κουραστείς παιδί μου μη διστάσεις,
σκαμνί γερό να τους γυρέψεις λίγο να καθίσεις.
Μην ταραχθείς μόνος σου εκεί πάνω
ξάφνου σαν θα βρεθείς σε ξένα μέρη.
Εγώ τον πόνο της στιγμής θα γιάνω,
εγώ θα σου κρατώ σφιχτά το χέρι.
Και το σκοτάδι το πυκνό να μην το φοβηθείς,
άγγελος φτερωτός θα ’ρθω και φως θα σου ανάψω.
Να νοιώσεις όμορφα μπροστά τους σαν βρεθείς
παράπονο δεν θέλω να μου βγει,
για σένανε εγώ πικρά να κλάψω.
Γιατί Ήλιε μου αποφάσισες,
να μην ξανανατείλεις;
Τις λαμπερές αχτίδες σου,
να μην μας ξαναστείλεις.
Ποιος θα ζεσταίνει τις ψυχές,
και στις ζωές πνοή θα δίνει;
Ποιος θα ωριμάζει το κρασί,
που ευφραίνεται η ψυχή σαν πίνει;
Πως να σ’ αφήσω απ’ τα χέρια μου,
σ’ άλλη αγκαλιά ξένη να πας,
και αντί για την μανούλα σου,
το υγρό το χώμα τώρα να φιλάς.
Πουλάκι μου ποιος θα σε νανουρίζει,
Σαν θα νυχτώνει, κι επίμονα θα το ζητάς,
Αφού έτσι είχες μάθει πάντα να κοιμάσαι,
να σου μιλώ και συ τα λόγια μου να σεργιανάς.
Ένα τμήμα από ένα μακρύ μοιρολόι του Κυριάκου Κάππα,
με τον τίτλο «Όταν μιλά ο πόνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου