Κοίταξε τον ουρανό με δέος και σταυροκοπήθηκε τρεις,
.. όπως το συνήθιζε..
όπως τα παιδιά στην ανοιχτή αλάνα.
Κι όλα αγκαλιά με τα σύννεφα.
Μαύρο σάν τό καρβουνιασμένο ψωμί που ξεχάστηκε στην θράκα,
πικρό στην γεύση μα σαν το βρέξεις με κρασί, γίνεται αντίδωρο...
Σκούρο γκρί, θυμωμένο σαν την καταιγίδα που ξεσπά
στις πληγωμένες καρδιές,
Γκρι με κόκκινο σαν ματωμένο φεγγάρι Αυγουστιάτικο,
Γκρι,πορτοκαλί,σαν τής αυγής το πρώτο βλεφάριασμα ,
Σταχτί με κίτρινο σάν απομεσήμερο πού ξύπνησε
από ραστώνη καλοκαιρινή,
Λευκό με κίτρινες γραμμές, παιδιά του ήλιου που κρύβονται
σε μπαμπακιένια στόρια, Κάπου κάπου, μιά αστραπή,
σάν φλας από μηχανή φωτογραφίας , φωτίζει πάνω
από τά σύννεφα το απέραντο γαλάζιο τού θόλου.
Εμ, με τέτοιον καμβά, πώς να μην κάνεις έργα θαυμαστά;
..μονολόγησε και σταυροκοπήθηκε ακόμη τρεις...
Τα παραθυρόφυλλα τής φτωχής καλύβας χτύπησαν στους
γερασμένους πέτρινους τοίχους ρυθμικά, ακολουθώντας
το τραγούδι του βουνού. Όλα μιλούσαν σέ τούτο το βουνό,
Τα δέντρα,τα λαγκάδια,τα νερά,τα πετούμενα του ουρανού,
τα ζώα του δάσους, όλα!!!
Αν δεν είναι έτσι η παράδεισο, τότε πώς αλλιώς;
.. σκέφτηκε ο γέροντας..
Ένας λαγός τον καλημέρησε και συνέχισε να μασουλάει
ευχαριστημένος ένα άγριο καρότο.
Πού τό βρήκε; πήγε νά αναρωτηθεί,μα γρήγορα έδιωξε
την απορία απ'το μυαλό του.
Εδώ πάνω όλα είναι φροντισμένα, όλα σέ τάξη,
όλα σέ αρμονία.
Κανείς δεν έχει τίποτα,
Σε κανέναν δεν λείπει τίποτα !
- Τί σταυροκοπιέσαι γέροντα;
Τί συμβαίνει; Τί κοιτάς;
Η γνώριμη φωνή διέκοψε το μεγαλείο τής στιγμής..
- Τά θάματα κοιτάζω Τού Θεού και Τόν δοξάζω
που μ'αξιώνει να τα ιδώ !
- Ποιά θάματα γέροντα;
Σκοτείνιασε, το πάει για βροχή .
- Ναι,το πάει ,ανάσανε το χώμα τον νοτιά και
τα φύλλα αναρρίγησαν στα δέντρα.
Κοίτα το κυπαρίσσι που υποκλίνεται στον άνεμο,
προσκυνά την μάνα γη που το θρέφει ακούραστα.
..... Δυό κοτσίφια έμπλεξαν τίς φτερούγες τους καί
άρχισαν να μοιράζονται τα νέα τους στην γλώσσα
τών πουλιών. Στάλες διάφανες, υφάλμυρα δάκρυα
βροχής, άρχισαν να χαϊδεύουν τα πεσμένα φύλλα.
Κάτι ξεχασμένοι μέρμηγκες, άνοιξαν το βήμα
να προφτάσουν να πάνε το φορτίο στην φωλιά.
- Δεν πάμε μέσα γέροντα;
Μουσκίδι θα γίνουμε και άντε να βρεις γιατρό σαν
πλευριτώσεις εδώ στην ερημιά.
.. είπε ο μπάρμπα Μαθιός..
- Πήγαινε εσύ καί εγώ ακλουθώ .
Να ανάψω το καντήλι στο εκκλησάκι τής ψυχής μου,
μην καί χαθεί στο σκοτάδι της νυχτιάς.
Νυχτώνει γρήγορα εδώ, πρέπει να ετοιμαζόμαστε...
Χρόνια δίπλα του ο μπάρμπα Μαθιός και το όνομά του δεν
το ήξερε. Το μόνο που ήξερε για τούτον τον γέροντα,
ήταν πως δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο από όσους
γνώρισε στην ζήση του. Δεν τον καταλάβαινε πάντα,
μα πάντα οι κουβέντες του μετρημένες και σοφές.
Δεν ξέρει από πότε ζούσε σέ αυτή την καλύβα στο βουνό,
μα όρκο παίρνει, πως τούτο το βουνό κι ο γέροντας είναι
το ένα και το αυτό. Μιά μέρα που έχασε τόν δρόμο του,
από λάθος σημάδια και απατηλά μονοπάτια του μυαλού,
βρήκε μπροστά του ανοιχτή την πόρτα τούτης τής καλύβας,
και σαν στάθηκε σαστισμένος , η φωνή του γέροντα
τον κάλεσε να μπει,σαν να περίμενε από πάντα του να πάει.
- Πέρασε, τού είπε, ψήνω φασκόμηλο στην πυροστιά
και αντίδωρο στα κάρβουνα. Και εκείνος έτσι απλά μπήκε
περνώντας το κατώφλι, όπως μπαίνει κάποιος στο σπίτι του.
Έτσι το ένιωσε και έτσι έγινε, σπίτι του..
Και δεν γύρεψε άλλο δρόμο πια, ούτε και ένιωσε πια χαμένος.
Άφησε τον γέροντα στην ησυχία του και μπήκε στην καλύβα.
Έστρωσε μιά μπόλια κοντά στο παραγώνι και βάλθηκε
να ' τοιμάσει τον επιούσιο, Χόρτα άγρια τού βουνού,
καψαλισμένο ρεβύθι,αγριελιές, και φυσικά ζεστό χυμό
απ'την αγράμπελο να κοινωνήσουν!
Έριξε μιά ματιά απ'το παραθύρι,
Είχε δυναμώσει η βροχή, ο αγέρας έφερνε ήχους
και ψίθυρους. Γύρεψε με το βλέμμα τον γέροντα,
ήταν γονατιστός, είχε το κεφάλι στραμμένο στον ουρανό
και σταυροκοπιώνταν . Η φωνή του ακουγόταν σπασμένη
από συγκίνηση.. Όρκο έπαιρνε ο μπάρμπα Μαθιός πως,
αν και γονατιστός, τούτος ο γέροντας ήταν ψηλότερος
απ'το κυπαρίσσι. Πήρε την παλιά ομπρέλα και βγήκε,
αφήνοντας πίσω του ανοιχτή την πόρτα.
- Να αφήνεις ανοιχτή την πόρτα!
Όλο και κάποιος θά έχει ανάγκη να μπει, έτσι τού είπε
ο γέροντας την πρώτη μέρα.
Δυό φιγούρες κάτω από την ίδια ομπρέλα, κάτω
από την ίδια βροχή, Κι όλο το βουνό ζωντανό να μιλά,
να ψιθυρίζει,να τραγουδάει, Τί ήταν τάχα οι δυό τους;
Άνθρωποι που έχασαν τον δρόμο τους;
Καλόγεροι που είχαν το βουνό για μοναστήρι;
Αμαρτωλοί που γύρευαν την λύτρωση στη μοναξιά;
Τί σημασία έχει;
Το μόνο που έχει σημασία, είναι πως ο Θεός, έριξε τη
ματιά Του πάνω τους,
Είναι που τους δέχτηκε σε μιά γωνιά τής παράδεισου.
Πέρασαν το βρεγμένο κατώφλι και πλησίασαν στο ζεστό
παραγώνι. Στην στρωμένη μπόλια τούς περίμεναν τα δυό
κοτσύφια. Είχαν ήδη ξεκινήσει τό τσιμπολόγημα ,
δεν περίμεναν την προσευχή.
Ίσως και να την είχαν πει νωρίτερα στην γλώσσα τών πουλιών .
Η βροχή είχε λιγοστέψει, έπεφτε σιγανή σάν λιανοτράγουδο.
Ανάμεσα στα σύννεφα, άρχισε να ξεχωρίζει το γαλάζιο
και μαζί με το γκρί,το κόκκινο,το κίτρινο ,το σταχτύ και το μώβ,
μπλέχτηκε με το πράσινο και το καφέ του δάσους κι έγινε
στεφάνι πάνω απ'το βουνό, πάνω απ'τήν μικρή καλύβα,
πάνω απ'την παράδεισο....
Κτενά Ρούλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου