Στα χρόνια εκείνα δούλευεν η γη σκιαχτά τη Ρώμη, Θεό δεν ένιωθε η καρδιά κι ο νους δεν είχε γνώμη, κι ανάμεσα σε δυο καιρούς, μ’ έναν καημό μεγάλο, στον ένα τον αγέννητο και στο νεκρό τον άλλο, ο άνθρωπος παράδερνε. Στον κόσμο ήταν χυμένη μια σιωπή βαθύτατη, σαν όταν περιμένει κανείς ν’ ακούσει ένα τρανό μυστήριο, και του λείπει φωνή, πνοή, και μονάχα μιλεί το καρδιοχτύπι· και μόνο μούγκριζαν στ’ αφτιά του κόσμου που εβουβάθη τα κρίματα του Καίσαρος απ’ της Καπρέας τα βάθη. Σαν αποπαίδι τ’ ουρανού είχεν η γη απομείνει… Στα χρόνια εκείνα απλώνοταν θλιμμένη η Παλαιστίνη, θρηνολογώντας του Ισραήλ τη δόξα την αρχαία· όμως η φύση ολόγυρα γελούσε· η Γαλιλαίαάνθιζε μοσχοβολιστή και καταπράσινη όλη, κι ο κάμπος της Γενησαρέτ, δροσάτο περιβόλι, και μέσα στ’ άνθη της ροδιάς και στης μηλιάς τα κλώνια, μαζί με τους κορυδαλλούς, μαζί με τα τρυγόνια, γλυκά, σαν όλα, και ήμερα πετούσαν —έτσι εδόθη από τα βάθη της ψυχής τα ονείρατα και οι πόθοι. Στον Ιορδάνη εβλέποταν η Βηθανία, και πέρα τα μύρα της Ιεριχώς μεθούσαν τον αέρα. Τις λίμνες βαθυγάλανες, τις πλούσιες πεδιάδες, τ’ άγια βουνά χρυσόλουζαν του ήλιου οι λαμπυράδες, κι όταν τα μάτια πύρινο το Κάρμηλο κοιτούσαν, «Εκείθε ο ήλιος διάβηκεν ή ο Ηλίας;» ρωτούσαν. Και τότε στην Ιερουσαλήμ, στων προφητών τη χώρα, γυμνή κι απ’ τον Ασσύριο κι από τα νικηφόρα όπλα της Ρώμης έρημη κι από των Μακεδόνων τα τρόπαια κι απ’ τη γάγγραινα φθαρμένη των αιώνων, — μακριά κι από τα στόματα των Φαρισαίων, χώρια κι από του πλήθους τη βοή, σε μια μεριά πανώρια ύψωνε τ’ Όρος των Ελαιών τα φωτισμένα πλάγια, σπαρμένα ελιές και φοινικιές, γεμάτ’ ανθούς και βάγια, κατάκορφα στεφανωτό με Κέδρο ριζωμένο κατάβαθα, θεόρατο και μυριοφυλλιασμένο. Το κέδρο ολόρθο χώριζεν από τα δέντρα τ’ άλλα και φάνταζε μπροστά σ’ αυτά σα μιαν ουράνια σκάλα που φαίνεται το τέλος της και χάνεται η κορφή της· κι ακόμα φάνταζε μπροστά σ’ εκείνα σαν προφήτης έτοιμος του Θεού να ειπεί τη γνώμη ή την κατάρα στο πλήθος που τον καρτερεί τριγύρω με λαχτάρα. Με τα ολόισα του κλαδιά, τα ολόπυκνά του φύλλα γύρω του μεγαλείου του σκορπούσε τη μαυρίλα κι ήταν σαν κόσμος άσειστος κι άγνωστος που δεν ξέρει κανείς τί κρύβει μέσα του. Γλυκόπνεε τ’ αέρι και γύρω και παράμερα τ’ άλλα δεντρά κινούσαν και λύγιζαν τους κλάδους τους σα να το προσκυνούσαν το κέδρο. Απάνου στα κλαδιά, μέσα στην αγκαλιά του, στον ίσκιο του και στη δροσιά και στη μοσχοβολιά του —τα χρόνια εκείνα— φώλιαζαν χιλιάδες περιστέρια. Κι απάνω εκεί, μέρες, αυγές, νυχτιές και μεσημέρια γοργοπερνώντας, τα ’βλεπαν γλυκοζευγαρωμένα, και χύνονταν μουρμουρητά, παράπονα πνιγμένα, κι από τη ρίζα ώς την κορφή, κορμός, κλωνάρια, φύλλα αναταράζονταν από κρυφήν ανατριχίλα. Και με την πρώτη χαραυγή, με τα υστερνά τ’ αστέρια καθώς ξυπνούσαν τ’ άδολα του κέδρου περιστέρια και χαιρετούσαν τη ζωή και τ’ άστρο της ημέρας, πάλι το κέδρο φάνταζε σα δίκαιος και πατέρας και βγαίναν απ’ τα βάθη του, πετούσαν άνω κάτου γύρω του εκείνα, τέκνα του μαζί και ονείρατά του. Μια μέρα μόνος πρόβαλε στ’ Όρος εκεί κι εστάθη, έξω απ’ του κόσμου τις χαρές κι απ’ των κακών τα πάθη από μιαν άγνωστη ομορφιά, ξένη της γης, ωραίος, κι εκεί στου κέδρου ακούμπησε τη ρίζα ο Ναζωραίος. Και με το πρώτο πάτημα και με το ανάβλεμμά του, το χόρτο στα ποδάρια του, τα δέντρα ολόγυρά του, το κέδρο, των ροδόλευκων περιστεριών τα πλήθη, και η φύση και η φτερουγιστή και η ριζωμένη, ελύθη, σείστηκε και λυγίστηκε· και οι φοινικιές που οι λάβρες τις τρέφουν, κι οι τριανταφυλλιές που μόσχους κλέβουν οι αύρες, κι οι μεστωμένες οι συκιές, κι οι ελιές οι καρποφόρες, του Όρους πλούτη, συντροφιές του κέδρου, του ήλιου κόρες, και δέντρα και χαμόδεντρα και βότανα και βάτα, σκόρπισαν απ’ τα φύλλα τους κι απ’ τ’ άνθη τα δροσάτα, κι από τις ρίζες τους βαθιά, μιαν άφραστη θυσία, ένα τρανό υμνολόγημα στα πόδια του Μεσσία. ( Aπόσπασμα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου