Γιάννης Χαραλαμπάκης.

Για να ζήσεις την αγάπη
άφησε την καρδιά σου να σε οδηγήσει.
Γιατί την αγάπη την βρίσκεις με πολλούς
και διαφορετικούς τρόπους.
Μπορεί να αγαπάς τη ζωή,
να αγαπάς τους ανθρώπους,
να αγαπάς τον Θεό,
να αγαπάς τον εαυτό σου.
Μπορεί να τα αγαπάς όλα αυτά μαζί .
Αρκεί να ξέρεις και να μπορείς να αγαπάς...
Γιάννης Χαραλαμπάκης.

Ήρθες Ζωή Μου... Νάνσυ Παχή.

Ήρθες , πνοή μου , κοντά μου 
στ'άστρα πετά η χαρά μου 
ευφραίνετ' ο ήλιος μαζί μου
γαλήνη γεμίζει η ψυχή μου 
Αγάπη μου , όλα γελούν
γλυκά τα πουλιά κελαηδούν
χορεύουν ταγκό τα λουλούδια
στο σύμπαν ηχούνε τραγούδια
σε κρατώ στην αγκαλιά μου 
βρήκα ,φως μου, την υγειά μου 
Ήρθες , ζωή μου , και πάλι
πήγε στον Άδη η ζάλη
μελένιο  αισθάνομαι τον χρόνο
η θλίψη τέλος  απ' τον κόσμο...

Αβυσσαία…Παντελής Π. Κούσης.

Κάτω κει στα πέρατα...τής δήθεν "χολοσιάς",
στ' άφταστ' αλαργινά...
τ' "αμείλικτα"...
γαλήνεψ' η αγριάδα τής εξωθωριάς!
-Κοίτα...στον βυθό...στη λάσπη...
κι' η πιο "κακόγουστη" "φτιαξιά"...
η ουδόλως "ταπεινή",
στη βιάση για τη λησμονιά...
θε, στο μαράζι...νά' ρθει!
Λες...και στο υγρό...
το "υπερπέραν"...να μην υπάρχουν...πάθη!
Κείθε...στ’ αδυσώπητα τα αβυσσαία βάθη!
Μωρ' γιε!
-Θυμάσαι...το νανούρισμα στο...ψε;
-Εκειά...το έφτανα...
κι' ακόμη παραπέρα...
φιλοσοφώντας...νύχτα...μέρα!
Στ’ αλλόκοτ' αυτά μέρη…
τα "ιερά", που δεν τους φτάν’ η κακωσιά …
μήτε το σουβλερό τής τρίαινας... το ποσειδώνιο χέρι!
Παρέα μου ...
υδαρή χαώδη "αερικά"…μι’ αγέλη!
Μ΄αγκάλιαζαν...‘συμπιεσμένοι’ Αγγέλοι…
Πλάσματα τρομοφόβου…"συσσωματώσεις" δέους!
Γητευτές...ενός ‘σεβάσμιου’ δυνητικού υπερπόνου...
Όντα...έμπλεα... ονειρικού ρομαντικού "κλέους"!
Τού ενός και μόνου …τού έμβιου...
υπεραιώνιου …'χρέους'!
"Μίγματα"...διαχείρισης ζωών… εν λευκώ …
Βροχή…στα έγκατα της γης...κι' όμως, εκειά...
δε πάτησε κανείς...
ούτε και μίσεψε γι' αλλού, τ' αδίκου το...‘κακό’!
Σύνθλιψη...αιωρούμενης..."προσαρμογής"!
Χαοτικές μεταβολές...
"Βροχή" τής άπειρης τριβής...στα έγκατα της γης,
στα βαθυχάσματα τής... ασαλεύτου "οργής"...
στις οξυκόρυφες υποθαλάσσιες οροσειρές...
εκπληκτικές μορφές!
Φυέστε... ψυχές...στα νεκρικά τ' αμίλητα...
Πρόσω...κατάπλωρα...για πιο βαθιά...πιο μέσα...
Καρδιές…πιεσμένες σε μέγγενη ολκής...
στην πιο φρικώδη πρέσα!
Λογική μιας άλλης... ζήσης...
Θύτες...άνευ θυμάτων...
τ' απείρου...θάρρους!
Τρισαιώνια λασπουριά…
αδιάστατος ‘οχετός’ καθιζημάτων ...
χωσμένος...αδηφάγος τάφος!
Αλλοπρόσαλλη θωριά…χώρα των..."αινιγμάτων"!
Οι λεπτοφυείς οφίουροι,
τ’ αραχνόμορφα καρκινοειδή,
τα μισχωτά κρινοειδή,
τα λεπτόστρακα μαλάκια με τις αποφυάδες,
τα τριχωτά πλασμοειδή με τις αποφύσεις,
τα μικροσκοπικά ακτινόζωα,
συλλήβδην...τα βαθύβια "τέρατα"…
κι’ οι άλλες επικυρίαρχες, ιδιάζουσες και...
"παρεκκλίνουσες" μορφές τής Αβύσσου...
στο αιώνιο βαθυσκότος τής 'κολλώδους' μάζας…
ενός άλλου "Παραδείσου"...
Σπέρνουν τον, κατ' εικόνα, "τρόμο"
...κάτω... από απ’ τον μανδύα της πιο ‘έντιμης’,
κοινά αποδεκτής, αξίωσης...
Αυτής…του προτάγματος τής επιβίωσης!
Θολές κι’ οι σκέψεις, "αλλοτινά" βασίλεια …
"στέψεις"!
Μυθολογική υπερβατική έντονη παρουσία …
Βαθυσκάφη!
Εκειά...
στην άηχη "εντέλεια"...
είν' όλα
"χορδισμένα"...θεϊκά!
Δεν υπάρχουν ... "λάθη"!

Σκέψεις ενός παιδιού... Μαριάνθη.

Θάθελα να φτιάξω έναν κόσμο που θα ήταν γεμάτος ειλικρίνεια,
αγάπη, συνεργασία, προσφορά στον συνάνθρωπο,
όνειρα γεμάτα Φως, για να φωτίζονται οι άνθρωποι
να βλέπουν καθαρά τι ομορφαίνει τη ζωή τους,
τι ομορφαίνει την ψυχή τους, τι τους κάνει καλό...
"Να χαίρονται σαν και εμάς τα παιδιά το "παιχνίδι"
της ζωής χωρίς έννοια, στεναχώρια,
χωρίς να θυμώνουν, να μαλώνουν...

Όταν λένε πως αγαπάνε, να το λένε Αληθινά,
όπως εμείς τα παιδιά...
Έναν κόσμο χωρίς πόλεμο, μόνο Αγάπη, από αυτή
που υπάρχει στον Ουρανό !
Θέλω έναν κόσμο σαν και αυτόν που τον ονειρεύομαι
τις νύχτες που ανεβαίνω για λίγο εκεί, παρέα
με τους αγγέλους και μου μιλάνε μυστικά.
Πολλά από αυτά τα κρατώ μέσα στη ψυχή μου
γιατί μου λένε πως δεν υπάρχουν...

Αν μπορούσαν να "θυμηθούν" πως κάποτε
ήταν διαφορετικοί ...
Θά θελα οι μεγάλοι να πίστευαν στο δικό μας κόσμο
των παιδιών, περισσότερο από τον κόσμο των μεγάλων,
χωρίς να μας λένε να σωπάσουμε όταν δίνουμε
παραδείγματα με το δικό μας τρόπο, όταν το
κλάμα μας είναι η διαμαρτυρία σε ένα μεγάλο
"γιατί" που δεν μπορούμε να καταλάβουμε...

Εκείνοι πρέπει να καταλάβουν, όχι εμείς...
Θέλω έναν κόσμο γεμάτο από Ομορφιά... μας αξίζει!

Ο Κλόουν... Τάκης Κτενάς.

Τρέχω και πηδώ,για 'σας χοροπηδώ.
Γελώ.
Χαρά για τα παιδιά σας γίνομαι εγώ.
Χαρά τους.
Γίνομαι μαζί τους και εγώ παιδί,
κοντά τους...
Δίνω γέλιο και ζωή,
στην ζωή τους την μικρή.
Μα όταν φύγω απ' την σκηνή,
όταν τα φώτα σβήσουν...
Ένα δάκρυ κυλάει στην άκρη του ματιού.
<<Που ήσουν? Κλόουν που ήσουν?>> θα μου πει...
Από μέσα μου ακούγεται μια φωνή.
Σαν τον ήλιο ζεστή,βραχνή.
Η μάνα μου με ψάχνει,ψάχνει να με βρει!
<<Μάνα,εδώ είμαι.Μάνα σ' αγαπώ.
Σ' αγαπώ πολύ.
Που είσαι μάνα?
Δεν σε βλέπω,έχει σκοτάδι.
Έλα πίσω,δώσε μου ένα χάδι.
Τις νύχτες φοβάμαι μάνα.
Την μέρα ακόμα πιο πολύ.
Μα δεν το δείχνω.Γελάω.Γελάμε!
Κοίτα Μάνα,κλαίω.Κλαίω σαν παιδί.
Μπαίνω στην φωλιά σου σαν μικρό πουλί.
Κουλουριάζομαι κοντά σου.
Μέσα στην αγκαλιά σου,έγινα πάλι παιδί!>>

Η αλήθεια μας... Αννα Ζανιδακη.

Ποιος είπε πως δεν μεταλλάσσονται οι αθεράπευτα ρομαντικοί σε κυνικούς και αυτοσαρκαστικούς ανθρώπους?
Ποιος σας είπε πως αν δεις πως η ψυχή σου λεηλατειται και οδύεται προς την κάθοδό της , άνευ δικής σου συμμετοχής, νομίζεις, δε θα αντισταθεί και δε θα αντιδράσει?
Ποιος σας ειπε πως αν η καρδιά μας μετρήσεις τις ταχυπαλμίε της και τις αρρυθμίες της, δε θα θελήσει να αναρρωτηθεί και να απαντήσει στο ερώτημα το ρητορικό, που χρόνια θέτει και παραθέτει σ αυτήν η ίδια της η ψυχή?
Ποιος σας είπε πως το μυαλό μας, μετά από τόσα ψυχικά και εγκεφαλικά χιλιόμετρα στο μαραθώνιο το νοερό και το διόλου εφησυχαστικό , δεν αναδομεί τα κύτταρά του και δεν τα αντισταθμίζει σε αγωγές και επιπλήξεις του?
Ποιος σας είπε πως τα χέρια και τα πόδια μας, άκρα που διατελούν το κινητικό μας σύστημα, κάποια στιγμή δε θα αγκυλωθούν , απ τις χρόνιες επιτακτικές ανάγκες τους για ξεκούραση και παραμονή σε μόνιμα επίπεδα παραχώρησης της αποφασιστικότητάς τους?
Ποιος σας είπε πως αν έρθουν κατά συρροή οι απογοητεύσεις δε θα ναι σε θέση να δράσει και να αντιδράσει ακόμα και ενάντια του ίδιου του εαυτού που θεωρεί υπαίτιο, παρά εναντίον όσως φέρονται ενάντια και εχθρικά απέναντί του?
Ποιος σας είπε πως δε θα του συσταθούν ακραίες επεμβατικές συμπεριφορές απ το είναι του, καθώς θα δει και θα αντιληφθεί την πληθώρρα πλαστών ενδείξεων και πλαστογραφημένων τάχα αντενδείξεων υπέρ της δικής του καλοσυνάτης φιγούρας και ύπαρξης? Ποιος σας είπε πως όποιος έχει τα κότσια να αντισταθεί και να αντιδράσει απέναντι σε τάξεις και παρατάξεις ενάντιες των δικών του, με δόλο και οργή , δε θα ναι εκείνος που θα θελήσει να επαναφέρει τη νομοταξία των πραγμάτων του, στον κόσμο της δικής του υπέρβασης και να φανεί εντελώς αυτοσαρκαστικός αντιμετωπίζοντας την τραγικότητα των στιγμών και των ωρών του? Για όλα αυτά και άλλα πολλά, μην ψάχνετε να βρείτε την αιτία, όταν εμείς, εσείς γίνατε η παρότρυνσή του, για τον κυνισμό του και την απλούστευση της ανάδειξης του!
Ποιος σας είπε πως άτομα που είχαν πλημμυρίσει την ψυχούλα τους από ρομαντισμό και τους ευνουχήθηκε, δε θα καταλήξουν να σταθούν απέναντί του και να τον κατακρεουργήσουν, πιστεύοντας πως φταίει αυτός κι όχι η άνανδρη κάποιων ανθρώπων συμπεριφορά τους?

Μάτια βεγγαλικά... Πετρούλα Σιόγκα.

Κοίταξα τα μάτια σου και έμεινα εκεί..
Φυλακισμένη σε μια ονειρική διάσταση
που με μαγεύει και με κρατάει εκεί χωρίς αντίσταση.
Άκουσμα γλυκό,
από ένα όργανο μουσικής, που μόνο
το άγγιγμα των χορδών ακούγεται..
Κάθε χορδή και ένα φιλί σε κάθε βλέμμα!
Δεν ξέρω αν με νιώθεις εσύ,
που ήδη έχω κατοικήσει μέσα τους
και απολαμβάνω το φως τους.
Δύο μάτια βεγγαλικά, από το βάθος
της ψυχής δίνουν εντυπωσιακή λάμψη
σε σκοτεινό ουρανό φωτίζοντάς τον..
Και εγώ αυτή που απολαμβάνει την γιορτή!

Σαν αλήτης τριγυρνώ... Ιωάννα Καγκαρά.

Σαν τους αλήτες τριγυρνώ αλάνι μες τα αλάνια
σαν σάπιο ψαροκάικο που πνίγηκε στα βράχια.
Ψάχνω στα κύματα να βρω
δυο μάτια να μιλάνε
να με κοιτάξουν τρυφερά, να μου χαμογελάνε.
α) Μην με κοιτάς σαν όνειρο που μοιάζει εφιάλτης
τη σκέψη σου αντάμωσα, θύμα της αυταπάτης.
Τα χείλη σου να ένιωθα που στάζουν τόση πίκρα
να τα φιλήσω τρυφερά
για να γευτείς τη γλύκα.
Είμαστε αγάπη δυνατή σαν δάκρυ που ποτίζει
τους στεναγμούς κάθε καρδιάς
που η θάλασσα ξαφρίζει.....
Εγώ και εσύ παλέψαμε
φουρτουνιασμένα κύματα
που σώθηκαν μα χάθηκαν σε σάπια συναισθήματα.
Μες του αλήτη την καρδιά θα βρεις τις μαχαιριές του....
σ'αυτές που τον προδώσανε και με τις αντοχές του....
Με το τσιγάρο του στριφτό φουμάρει τους καημούς του...
με την αλήτισσα ψυχή στους αναστεναγμού του...
β) Μες στα βαθιά σου ρήγματα που σπάσαν και πονάνε....
Θέλω να νιώσω τις πληγές, αυτές που δεν περνάνε...
Με ένα φιλί από άρωμα με αγάπη γεμισμένο....
να σου το δώσω μάτια μου, μην είσαι λυπημένο....

Μια Άνοιξη... Ειρήνη Λεοντάρα.

Κι αν τούτη η Άνοιξη είναι τρελή
και αχνιστό μυρίζει αίμα
και οι καρδιές σκορπούν
την πίκρα και το θάνατο
εκείνη τη γωνιά να μου φυλάξεις
στο παρατηρητήριο
για εκείνους τους άθλιους
στοχασμούς μου
που ψάχνουν να βρουν
κείνο το κόκκινο καταφύγιο
ίσως και κίτρινο...
Τα πέταλα να αρχίσω να μαδάω
Ένα προς ένα.
Φως δε θα βρω
Μόνο ημίφως και σκιές.

Θερμή αγκαλιά... Nikola Painter.

Τον εαυτό μου ρώτησα το καταφύγιο
που λείπει από την καρδιά μου
αν θα μπορούσα άραγε ποτέ να βρω....
Ο χρόνος κύλησε τα βουνά ίδια παρέμειναν
μα η καρδιά μου λαχταρούσε την αγάπη..
εκείνη που θα έκλεβε κάθε δικό της χτύπο.
Ένα χαμόγελο σου ήταν ικανό τον κόσμο μου
να αλλάξει και μέσα στην ψυχή μου
στην ευτυχία να βάλει μόνο με τη δική σου αγάπη.
Ήταν εκείνη η στιγμή, η πρώτη αγαπημένη...
Η στιγμή που εισέπραξα δική σου
Θερμή αγκαλιά.

"Θα τα πω όλα στον Θεό"... Γιώργος Μανέτας.

- Στα τρίσβαθα, άγρια νερά της Μαύρης της θαλάσσης,
παιδί δικό απ’ τα σπλάχνα μου, σου θέλουν να περάσεις.
- Μανούλα μου, πώς θα μπορώ στα σκοτεινά να τρέξω;
Πώς θα μπορώ, χαράς να βρω παιχνίδι, για να παίξω;
.
- Εκεί που πας, αγάπη μου, άχραντη η φύσις, όλη!
δεν θα σε βρίσκει, του φονιά του πόλεμου το βόλι.
- Ξέσκεπο, μάνα, το κορμί στα σκοτεινά κει μόνο…
- Θα ‘μαι κοντά σου, μάτια μου, κρεβάτι να σου στρώνω.
.
- Κοίταξε, μάνα, του Κυνός το φωτεινό τ' αστέρι!
- Ήρθε η στιγμή, μωράκι μου· έλα, δώσ' μου το χέρι.
(Χολή στο στόμα, μου 'ρχεται· κόμπος, που δε μ' αφήνει!
πήρε η ψυχή και ντρέπεται· πήρε κι ο νους μου φθίνει..)

Πιστεύω σε σένα Κύριε... Κατερίνα Ηρακλέους.

Φίλοι μου,
στο άγιο έργο οδοιπόροι
για χρόνια!
κάθε χρόνο
θέλω να δω το θαύμα
του Κυρίου
με τον τυφλό,
με συγκινεί,
με αγγίζει με ανακούφιση
και βαθιά πίστη,
οδηγεί τη σκέψη μου
σε ψεύτικες υποκλίσεις,
ζεστά , άγονα λόγια
που ολοι δεχτήκαμε και
ακούσαμε,
λυγίσαμε γιατί πιστέψαμε!
=δεν είμαι τυφλός!
σε βλέπω αδερφέ μου,
τωρα βλέπω, βλέπω
τον κόσμο,
ήμουν τυφλός και τώρα βλέπω!
Πιστεύω σε σένα Κύριε!
- ήρθα να δώσω το φως
σ' αυτούς που δεν το βλέπουν!
εσείς που ρωτάτε είστε τυφλοί οδηγοί,
φίδια και έχιδνες!
τον αποκάλεσαν Προδότη,
Βλάσφημο,
- μόνο αν γεννηθεί κάποιος ξανά
θα δει το φως της αιώνιας ζωής!

Άγγελέ Μου... Κατερίνα Πήττα.

Βασίλεψες αστέρι μου
προτού να ρθει το δείλι
και χάθηκε το γέλιο μου
απ' τα πικρά μου χείλη.
Τα δάκρυά μου σώθηκαν
κι εχάθη το μυαλό μου,
τα γόνατά μου κόπηκαν,
θρηνεί το λογικό μου.
Ο θάνατος σε φίλησε
εννιά φορές στο στόμα
και η καρδιά σου ράγισε
από θανάτου πιώμα.
Αγγέλοι σε αγκάλιασαν
με τα λευκά τους χέρια,
τις χούφτες σου τις γέμισαν
πεντάξανθα αστέρια.
Και σκίσανε τους ουρανούς
μαχαίρωσαν τον τρόμο,
για κόσμους άλλους γαλανούς
σ' ανοίξανε το δρόμο.
Μικρή νυφούλα του χιονιά,
φεγγάρι παραδείσου,
στης Παναγίας την ποδιά
γείρε κι αποκοιμήσου.
Τρέξε ψυχή μου πέταξε
και μη μου τυραννιέσαι,
μανούλα αν δεν σε έκλαψε,
μη μου στενοχωριέσαι.
Αδέλφια σε προσμένουνε
με τα φτερά στις πλάτες
και να σου μάθουν θέλουνε
των ουρανών τις στράτες.
Κι αν Μήδεια σε γέννησε
κι έκλεψε τη ζωή σου,
ένοχοι είμαστ' όλοι μας,
μόνο αυτό θυμήσου.
Που βλέπαμε ξημέρωμα,
πως έρχεται το δείλι
κι ο φόβος μας εκράτησε,
με σφραγισμένα χείλη.

Υπο το Φώς Ενός Κεριού... Νάκου Βασιλική.

Υπό το φως ενός κεριού
στο σκοτάδι εγώ κρυμμένη.
Κάθομαι σε μια γωνιά
εκεί κουλουριασμένη.
Πνιγμένη μες τις σκέψεις
και αναμνήσεις που πονάνε.
Σκέφτομαι και ξανά σκέφτομαι
το ποσό εγώ φοβάμαι.
Που έφταιξα τι έκανα
γιατί με κυνηγάνε;
Αφήστε με πια
θέλω να ηρεμήσω.
Θέλω καινούργια εγώ ζωή
τώρα να ξεκινήσω.
Φίλους λίγους μα καλούς
για μια ζωή θέλω να κάνω.
Να ειναι δίπλα μου στα καλά
και στα άσχημα σαν συμβούνε.
Όμως και εγώ για πάντα εκεί
δίπλα τους θα είμαι.
Σε ότι και αν τους συμβεί
σε μένα να το πούνε.
Υπό το φως ενός κεριού
στο σκοτάδι εκεί κρυμμένη.
Κάθομαι και σκέφτομαι
θεέ μου τι με περιμένει.
Μες το σκοτάδι κάθομαι
εκεί σε μια γωνιά.
Κουλουριασμένη φοβισμένη
σκέφτομαι το μετά.
Που πάμε και που βρισκόμαστε
εμείς σε αυτόν τον κόσμο;
Γιατί ερχόμαστε στη ζωή
αν κακό είναι να κάνουμε μόνο;
Υπό το φως ενός κεριού
με πέρνει σιγά σιγά ο ύπνος.
Τώρα που ηρέμησα
όλα καλά θα πάνε μήπως;

Τα Βουνά... Ξήντα Τριανταφυλλιά.

- Ε, γείτονα, τι μέρος του λόγου είσαι εσύ;
- Νομίζω σαν εσένα!
- Εγώ είμαι βουνό. Εσύ όμως;
- Μάλλον βουνό!
- Για βουνό, πολλές τρύπες έχεις. Μοιάζεις χαλασμένο.
Σε χάλασαν οι σεισμοί;
- Αυτά είναι πόρτες και παράθυρα.Μενουν εκεί οι άνθρωποι.
- Α! Δεν είσαι βουνό τότε. Μακάρι να ήσουν. Δεν θα χάλαγες!
- Εσύ δηλαδή αντέχεις τους σεισμούς;
- Φυσικά! Μόνο καμιά φορά αλλάζω σχήμα, αλλά σε γενικές γραμμές κρατιέμαι όρθιο!
- Τυχερέ! Εμένα προσπαθούν να με κάνουν γερό
και δεν τα καταφέρνουν.
Γιατί θέλουν να με κάνουν τόσο ψηλό;
- Ζήλεψαν από εμένα, φαίνεται! Εγώ πάλι δεν το έχω για σπουδαίο. Χρόνια είμαι έτσι.
Με περπατάνε διάφορα πλάσματα και με ποτίζουν πολλά ποτάμια! Δεν έχω παράπονο!
Έχω παρέα! Εσύ;
- Τους ανθρώπους! Πάνε έρχονται και με ζαλίζουν.
Πολλή φασαρία!
- Εγώ πάλι έχω ηρεμία...Σε κοιτάζω πολύ καιρό τώρα.
Από την ώρα που γεννήθηκες.
Έβαζα το χέρι μου στη φωτιά πως θα γινόσουν βουνό!
Αλλά γελάστηκα!
- Εγώ να δεις! Νόμιζα πως ήμουν.
Έβλεπα εσένα εκεί απέναντι που μου έμοιαζες.
Οι άνθρωποι πρέπει να τρελάθηκαν,που βάλθηκαν
να φτιάξουν κάτι να σου μοιάζει.
- Δεν ακούν τη μητέρα τους. Στο τέλος αυτή τους παίρνει
τα παιχνίδια τους, για να καθαρίσει το μέρος.
Όλο σκορπάνε οι άνθρωποι. Πόσο ανοικοκύρευτοι!
Μετά κλαίνε. Ποιος τους φταίει;
- Το κούφιο μυαλό τους. Κούφιο σαν τις σπηλιές μου!
Τουλάχιστον αυτές μπορούν να
φιλοξενούν ζωές, χωρίς τον φόβο να χαθούν.
Εσύ γείτονα φοβάσαι από γεννησιμιού σου!
Βουνό δεν λογιάζεσαι, όμως μπορείς να έρθεις σε μένα.
Κι αν ο σεισμός μας βρει,
να είσαι σίγουρος πως δε θα πέσεις! Θα βάλω πλάτη εγώ!!!
Αν βρείτε μια πλάτη που ξέρει τη θέση της στον κόσμο,.
ίσως οι " σεισμοί" πάψουν να σας φοβίζουν!

Αέρας... Γεωργία Χαλαζωνίτου.

Αέρα φύσηξε βοριάς
πάγωσε τη ψυχή μου
νέκρωσε κάθε κύτταρο
βαθιά στην ύπαρξή μου.
Αέρας λίβας κυβερνά
το νου τη θέλησή μου
πόθους και όνειρα ξυπνά
που καίνε το κορμί μου.
Αέρηδες δυο κυριαρχούν
μέσα μου με σαρώνουν
η λογική και οι πόθοι μου
μ' ορμή με μαστιγώνουν.
Βοριά μου πια ημέρεψε,
γλύκανε, άφησέ με,
λίβα μου έλα κάψε με
πάρε με λύτρωσέ με.
Αέρηδες φυσούν το είναι μου,
τρελά με παρασέρνουν
μνήμες, πόθοι και φωτιές
βαθιά αργανασαίνουν.

Γυναίκα...

Βλέπεις τη φύση και τη λες Αγνούλα μες στη θάλασσα
την ομορφιά στοχάζοντας πιότερο δακρυσμένη
τα ερεβώδη γεγονότα δίχως
του προπάτορα πόνου την αλλόφρονη κραυγή
το άπειρο κοντινότερο στην οικουμένη.
Βλέπεις τη μάνα τρικυμία σαν αρχόντισσα
να συναδράχνει τα δρακόντεια παιδιά της
τα γαλανόστηθα κύματα στον πόλεμο
τον αναμάρτητο με τ’ άστρα.

Επιστροφή... Αθηνά Παππά.

Θυμάμαι εκείνο το πρωί
με μάτια βουρκομένα,
του χωρισμού μας τη στιγμή
με βλέμματα θλιμμένα.
Πατέρα πως σε νοσταλγώ
τι κι αν περάσαν χρόνια,
τη μέρα αποχωρισμού
τη σκέφτομαι ακόμα.
Το δάκρυ σου μες στη ματιά
κρατούσες να μην πέσει,
ο ζωντανός ο χωρισμός
κόμπο με έχει δέσει.
Κομμένα πόδια και βαριά
μία χαραυγή τ'Απρίλη
σκουπίζοντας σου τη βροχή
με χωρισμού μαντήλι.
Στον κόρφο μου να το κρατώ,
να εχω μυρωδιά σου,
ανασαιμιά και φυλαχτό
από τα δάκρια σου.
Και η παλια τραγάσκα σου
με ιδρώτα ποτισμένη,
η φτώχεια και η πινα μας
επάνω της γραμμένη.
Μου' δωσες το καπέλο σου
αντί για χαρτζιλίκι
κι ένα φιλί στο μέτωπο
για να μου φέρει τύχη.
Ορφάνια απ' τη μανούλα μας
και τα βουνά κλαμένα,
πατέρα μου'δωσες ευχή,
με πάντρευες στα ξένα.
Βαθειά μου νιώθω πως πονάς
για μένα όταν πονάω,
κι σκέψη σου μ'ακολουθεί
στα ξένα όπου πάω.
Ποθώ κοντά σου να βρεθώ
και στα παλιά λημέρια,
με συναισθήματα χαράς
να σφίξουμε τα χέρια.
Κι αν η πλανεύτρα ξενιτιά
να με κρατά μακριά σου,
πως νιώθω εγώ σαν ορφανή,
μου λείπει η αγκαλια σου.
Στοίχημα με την ξενιτιά
πατέρα μου έχω βάλει,
παίρνω εισιτήριο επιστροφής
κοντά σου να'μαι πάλι !

Γαλανόλευκη Κυρία... Νάνσυ Παχή.

Γαλανόλευκη κυρία
με μαγεύεις με τη μία
λαμποκόπημα η θωριά σου
χρυσαφένια η ομορφιά σου
Της Ελλάδας μας , σημαία
κυματίζεις τόσο ωραία
έχεις χάρη και φινέτσα
με τρελαίνεις με τα σκέρτσα
Στα μπαλκόνια ανεμίζεις
και ένα άρωμα σκορπίζεις
φιγουράρεις στον αέρα
δεν τρομάζεις στη φοβέρα
Γαλανόλευκη νεράιδα
η γαλάζια σου φρεσκάδα
ανασταίνει την καρδιά μου
και σε θέλω συντροφιά μου
Αφήνεις ίχνη , όπου περνάς
μ'ένα σου βλέμμα , κατακτάς
Μάνα , κόρη κι αδερφή
θαυμασμό, κλέβεις , πολύ
Γόησσά μου , δοξασμένη
του λαού σου τιμημένη
αγωνίστηκες για μας
στο βωμό της λευτεριάς
Μ'αίμα βάφτηκες, τι κρίμα
όταν κόπηκε το νήμα
των ηρώων σου , λυπάμαι
τους νεκρούς μας, δεν ξεχνάμε
Γαλανόλευκη κυρία
σ'έχει γράψει η ιστορία
και τιμάσαι ,λατρεμένη
γιατί είσαι αγαπημένη
Δέκα λωρίδες , ζηλευτές
άσπρες , γαλάζιες λατρευτές
κοσμούν το σώμα σου , και λάμπεις
και τον εχθρό δεν λογαριάζεις
Των Ελλήνων δοξασμένη
απ' τα κόκκαλα βγαλμένη
θα'σαι σύμβολο ιερό
της ψυχής μου , φυλαχτό
όσο υπάρχω κι όσο ζω.